ΔΚΕΕ 

Συνεδριακός και Επιμορφωτικός

Οργανισμός

  » πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη (Ματθ. 28, 19)
Home Page  

 

Επικοινωνία

    

Συμμετοχές σε Συνέδρια και Ημερίδες

 


 Ο Πολιτισμός της Αλληλεγγύης (Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο) 


Ο πολιτισμός της αλληλεγγύης 

Διεθνές επιστημονικό συνέδριο στην Πόλη από 18-22 Νοεμβρίου, με θέμα "Ο πολιτισμός της αλληλεγγύης: Κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές προεκτάσεις". 

Διαβάστε την ομιλία του Διευθυντή του ΔΚΕΕ κ. Μάριου Μπέγζου.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ  Ο  ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Ι. Οι σύγχρονοι διαθρησκειακοί διάλογοι  

Δυο ειδών σχέσεις παρουσιάζουν οι θρησκείες: την ένταση και την ύφεση. ΄Αλλοτε βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους, είτε θερμό (χριστιανικές σταυροφορίες, βίαιοι εξισλαμισμοί) είτε ψυχρό πόλεμο (προσηλυτισμός, αποικιοκρατία), με  ένταση στις σχέσεις τους. ΄Αλλοτε παρουσιάζεται ύφεση μεταξύ των θρησκειών που παίρνει την μορφή του διαλόγου μεταξύ των θεολόγων. Εκεί συζητούνται τα κοινά σημεία (π.χ. ισλαμοχριστιανικός διάλογος, εβραιοχριστιανικές συναντήσεις) και αναζητούνται τα ενιαία πεδία κοινωνικής, ανθρωπιστικής,  πολιτιστικής και πολιτικής δράσης (ειρήνευση στην Μέση Ανατολή, συνεργασία στα Βαλκάνια κ.λπ.).

΄Ενταση και ύφεση εναλλάσσονται αδιάκοπα. Ο λόγος είναι απλός: όπως ανάμεσα στους ανθρώπους η σχέση ενέχει την σύγκρουση, έτσι και μεταξύ των θρησκειών η έλξη εμπεριέχει την άπωση και η ένταση εναλλάσσεται με την ύφεση. Σήμερα όμως εκείνο που επιτακτικά επιβάλλεται είναι ο διάλογος των θρησκειών με κάθε τρόπο και σε όλα τα επίπεδα.

Πρέπει  να ομολογηθεί ότι ο διάλογος είναι παρεξηγημένος ως έννοια και ως πράξη. Γι’ αυτό θα  δώσουμε κάποιες διευκρινήσεις για να διαλύσουμε μερικές καλόπιστες παρεξηγήσεις σημειώνοντας τι δεν είναι και τι στ’ αλήθεια είναι ένας διαθρησκειακός διάλογος όπως ο ισλαμοχριστιανικός ή ο εβραιοχριστιανικός που διεξάγονται στις τρεις τελευταίες δεκαετίες.  

1. Ο διάλογος δεν είναι «παζάρι» της αγοράς ούτε «διπλωματία» των πολιτικών. Δεν πρόκειται για μια αγοραία συναλλαγή «δώσε μου να σου δώσω» ούτε είναι καμιά εμπορική διαπραγμάτευση «χάνω-κερδίζω». Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν έχει τίποτε κοινό με την διπλωματία που είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Βεβαίως δεν έχει καμιά σχέση με την προσποίηση των δημοσίων σχέσεων ούτε με την φαρισαϊκή υποκρισία της «επίθεσης φιλίας» σε καιρό ανακωχής ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν είναι υπόθεση πολιτική  ούτε  οικονομική.  

2. Ο διάλογος είναι θεολογική εντολή και ανθρωπιστική αποστολή. Ανταποκρίνεται στην πεμπτουσία της θρησκείας η οποία ορίζεται ως η σχέση του ανθρώπου με το θείο. Αφού καθεμιά θρησκεία χωριστά και με τον δικό της τρόπο σχετίζει τον άνθρωπο προς τον Θεό, τότε όλες οι θρησκείες μαζί και από κοινού οφείλουν να σχετίζονται μεταξύ τους έχοντας ως μέσο τον θεολογικό διάλογο. Δεν είναι ποτέ δυνατόν οι θρησκείες να κηρύττουν την ενότητα εντός των ορίων τους και ταυτόχρονα να εφαρμόζουν τον διχασμό εκτός των συνόρων τους απέναντι στους γείτονές τους. Ο διαθρησκειακός διάλογος είναι η συνέπεια και η συνέχεια της ουσίας της θρησκείας που είναι  ένας διάλογος Θεού-ανθρώπου.

 3. Πέρα όμως από την θεολογική βάση ο διαθρησκειακός διάλογος έχει θεμέλια ανθρωπολογικά. Ο λόγος  είναι διάλογος. Κάθε ανθρώπινος λόγος απευθύνεται πάντοτε από κάποιον άνθρωπο σε έναν άλλον  συνάνθρωπο. Ο λόγος  είναι ο διάλογος του εγώ με το άλλο.  Στην ουσία του κάθε λόγος είναι διάλογος και δεν  μπορεί να καταντά  μονόλογος ούτε αντίλογος.Ο πρώτος εχθρός του διαλόγου είναι ο μονόλογος που λειτουργεί με τρόπο εγωιστικό, αυτιστικό και ναρκισσιστικό, σαν να μιλά κάποιος μόνο με τον εαυτό του, όντας κλεισμένος στο άτομό του και αυτοϊκανοποιημένος με το εγώ του. Ο δεύτερος πολέμιος του διαλόγου είναι ο αντίλογος που καταντά σκέτη αντιδικία, ανιαρή έριδα, διαρκής πολεμική, κατιτί σαν «αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση». Πέρα από τον εγωπαθή μονόλογο και τον εριστικό αντίλογο ζει  ο γόνιμος διάλογος με την έντιμη και καλόπιστη κριτική που δεν καταργεί την ανθρώπινη  συμπάθεια. «Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε αλήθεια» (πιο πάνω κι από τον φίλο μου τον Πλάτωνα βάζω την αλήθεια): αυτός είναι ο «χρυσός κανόνας» κάθε διαλόγου. Η ρήση του Αποστόλου Παύλου «αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφ 4, 15) είναι το έμβλημα του διαθρησκειακού διαλόγου.  

Οι θρησκείες διαφέρουν μεταξύ τους με πολλούς τρόπους και για ποικίλους λόγους που δεν συζητούμε εδώ τώρα. Το ερώτημα που μας απασχολεί σήμερα είναι πώς οι θρησκείες θα διαχειρισθούν τις διαφορές τους έτσι ώστε να αποφευχθεί μια πολεμική σύγκρουση και να επιτευχθεί  η ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσά τους.

Με δυο τρόπους μπορούν οι θρησκείες να διαχειρισθούν τις διαφορές τους συνειδητοποιώντας το ζωτικό δίλημμα της εποχής μας:  ο κόσμος μας θα είναι «ένας ή κανένας», δηλαδή θα συμβιώσουμε ή θα αποβιώσουμε. Ο ένας τρόπος είναι ανταγωνιστικός και ο άλλος είναι συναγωνιστικός. Ο πρώτος είναι αθέμιτος και θανατηφόρος, ενώ ο άλλος είναι θεμιτός και ζωηφόρος.  

 1. Ο ανταγωνισμός σημαίνει την σύγκρουση των θρησκειών και τον πόλεμο μεταξύ τους: ισλαμικός «ιερός πόλεμος», χριστιανικές σταυροφορίες, σιωνιστικοί εποικισμοί κ.λπ. Φαινόμενα ανταγωνιστικής σχέσης των θρησκειών είναι ο φανατισμός, ο φονταμενταλισμός (μαχητικός θρησκευτικός συντηρητισμός), ο εθνοφυλετισμός (ρατσισμός, σωβινισμός) κ.ά. Τον θρησκευτικό  ανταγωνισμό τροφοδότησαν ο φονταμενταλισμός του προτεσταντισμού, ο αντιμοντερνισμός του ρωμαιοκαθολικισμού, ο παλαιοημερολογητισμός της Ορθοδοξίας, ο ισλαμισμός του μουσουλμανισμού, ο σιωνισμός του ιουδαϊσμού κ.ά.

Ο ανταγωνισμός είναι αθέμιτος, διότι είναι δόλιος και αυθαίρετος. Το «κακό» και το «καλό» αντιστοιχίζονται επακριβώς και αυστηρώς μόνον στο «άλλο» και στο «εγώ» μας.  Το συλλογικό «εγώ» της  θρησκείας «μας» είναι σε αντίθεση προς κάθε άλλη, αλλιώτικη, αλλότρια, διαφορετική  παράδοση του ιερού, που συνήθως είναι γειτονική και κοντινή μας. Το «καλό» αυτοανακηρύσσεται σε ιδιοκτησία μας και το «κακό» πλέον μένει σταθερά στο στόχαστρο των όπλων μας τα οποία βεβαίως  χρησιμοποιούνται για την εξόντωση των αλλοθρήσκων γειτόνων.

Πρότυπο του ανταγωνισμού είναι η αγορά με την βία που καθιερώνεται από φαινομενικώς αθώες αρχές, όπως «ο θάνατός σου, η ζωή μου», «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», «δως μου να σου δώσω», «χάνει όποιος δεν κερδίζει,», «ουαί τοις ηττημένοις» κ.ά. Ο φόβος παγώνει την καρδιά και η ιδιοτέλεια καθηλώνει τον νου. ΄Ετσι κυοφορείται η νοσηρή ανταγωνιστικότητα που κυμαίνεται από την παιδική βαθμοθηρία στο σχολείο μέχρι την ατομική υστεροβουλία στην ιδιωτική πρωτοβουλία  της αγοράς. Η θρησκεία απομιμείται χωρίς επίγνωση συνήθως την αγοραία ανταγωνιστικότητα και πλειοδοτεί σε βιαιότητα εφαρμόζοντας το «ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν» (Ρωμ 10,2).

 2. Ο συναγωνισμός είναι το εντελώς αντίθετο του ανταγωνισμού. Για να καταλάβουμε την διαφορά αρκεί να συγκρίνουμε τον στίβο με την αγορά. Στον αθλητισμό επικρατεί ευγενής άμιλλα που λέγεται συναγωνισμός, ενώ στην αγορά κυριαρχεί ο ανταγωνισμός. Στον στίβο διακρίνονται οι τρεις πρώτοι αθλητές από την πλειάδα των συμμετοχών και ανταμείβεται με ένα από τα τρία μετάλλια αναλόγως προς την επίδοσή του καθένας πρωταθλητής. Δεν συντρίβονται οι υπόλοιποι αθλητές, ούτε αποκλείονται να πρωταθλητήσουν σε επόμενο αγώνισμα, αρκεί βεβαίως να προπονηθούν επίπονα και να αποδείξουν σε αδιάβλητο αγώνα τις αποκτημένες ικανότητές τους.

Ο συναγωνισμός ως ευγενής άμιλλα δεν έχει αποκλεισμό, παρόλο που αναγνωρίζει την διαφορά. Δεν συντρίβει, μολονότι διαβαθμίζει, ούτε εξοντώνει, αν και ιεραρχεί τις επιδόσεις. Ο ανταγωνισμός αναγνωρίζει την διαφορετικότητα, αλλά επιφέρει αποκλειστικότητα. Ο συναγωνισμός συνδυάζει διαφορά και διάκριση αποκλείοντας τον αποκλεισμό.

 Γι’  αυτόν ακριβώς τον λόγο ο συναγωνισμός είναι θεμιτός και ζωηφόρος. Αυτήν την ευγενή άμιλλα στο άθλημα της αλήθειας σε αναζήτηση νοήματος ζωής σήμερα πρέπει να έχουν ως πρότυπό τους οι θρησκείες  για  το καλό όλων μας πιστών κι απίστων, δυσπίστων ή ολιγοπίστων, ομοδόξων και ετεροδόξων, ορθοδόξων κι ανορθοδόξων.

ΙΙ. Ο ισλαμοχριστιανικός διάλογος στον Ιωάννη Δαμασκηνό και στον Γρηγόριο Παλαμά  

Πρώτη και πρωτίστη παραδειγματική φυσιογνωμία διαθρησκειακού διαλόγου στον μεσογειακό γεωπολιτιστικό χώρο και μάλιστα στην πιο αιχμηρή περίοδο του τότε ανερχόμενου Ισλάμ είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός (;650–750;). Για πρώτη φορά ένας πρωτοκορυφαίος θεολόγος της Ορθοδοξίας του αναστήματος ενός Δαμασκηνού αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να διεξάγει διάλογο με τον μουσουλμανικό κόσμο. Πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν δογματολόγο της Ορθοδοξίας, τον δεινό ποιητή και υμνογράφο του αναστασίμου κανόνα και της νεκρωσίμου ακολουθίας, ο οποίος ζει στην αυλή των Αράβων ηγεμόνων της εποχής του, ως χριστιανός ελληνικής καταγωγής από μορφωμένη και αριστοκρατική οικογένεια και διάγει βίο μοναχικό στα Ιεροσόλυμα κατά το μεγαλύτερο μέρος της σχεδόν αιωνόβιας ζωής του.  

1. Στον Ιωάννη Δαμασκηνό αποδίδεται η έμπνευση ενός κειμένου ισλαμοχριστιανικού διαλόγου υπό τον τίτλο «Διάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού». Σημασία για την παρούσα περίσταση και ιδιαιτέρως για την πρωτοβουλία της ορθόδοξης θεολογίας να εισέλθει σε διάλογο με το Ισλάμ έχουν τα εξής τρία δεδομένα:

α) Η αρχαιότητα του κειμένου. Πρόκειται για το παλαιότερο τεκμήριο ισλαμοχριστιανικού διάλογου στην ιστορία των θρησκειών δεδομένου ότι χρονολογείται στην καμπή του 7ου προς τον 8ο αιώνα. Επιπλέον δεν στερείται σημασίας ότι σε αυτό το κείμενο διαλαμβάνεται το θεματολόγιο κάθε μελλοντικού ισλαμοχριστιανικού διαλόγου από ορθοδόξου θεολογικής σκοπιάς και θίγονται όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της ισλαμικής θεολογίας.

β) Η σπουδαιότητα του εμπνευστή του κειμένου. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός παραμένει ο πρωτοκορυφαίος δογματολόγος της Ορθοδοξίας και ο πλέον εξέχων ποιητικός νους της ελληνόφωνης πατερικής παράδοσης. Οι απόψεις του για τον ισλαμοχριστιανικό διάλογο και  η πρωτοβουλία του να εισέλθει σε διαλογική συνάντηση με την αντίπαλη πλευρά στην πιο αιχμηρή περίοδο των σχέσεών της με τον χριστιανικό κόσμο επιβάλλουν σε όλους εμάς σήμερα να μην υστερήσουμε σε διαλογική ετοιμότητα με θεολογική παρρησία άνευ ουδεμιάς ενδοτικότητας ή αναβλητικότητας.

γ) Το θεολογικό περιεχόμενο του κειμένου. Πέρα από λόγους ιστορικού σεβασμού και αρχαιοδιφικής περιεργείας έναντι αυτού του παλαιοτέρου κειμένου ισλαμοχριστιανικού διαλόγου οφείλουμε να επισημάνουμε την θεολογική σπουδαιότητα του θεματολογίου και της επιχειρηματολογίας  που εμπεριέχονται σε αυτό το κείμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι η συνάντηση χριστιανών και μουσουλμάνων επονομάζεται από το ίδιο το κείμενο ως «διάλογος» και όχι σαν απολογία, αντίκρουση ή αντιρρητικός λόγος. Δεν αυτοπροσδιορίζεται το κείμενο σαν δήθεν πολεμικό ούτε τάχα απολογητικό. Δεν είναι κάποιος αντίλογος χριστιανού έναντι μουσουλμάνου, αλλά αυτοτιτλοφορείται ακριβώς διάλογος των δυο μερών ως εάν επρόκειτο για λόγο ίσου προς ίσον ! Ο μουσουλμάνος θέτει ερωτήσεις και ο χριστιανός δίνει απαντήσεις κατά το αποστολικό «διδόναι λόγον περί της εν υμίν ελπίδος».  

Το θεμελιώδες δίδυμο θεματολόγιο του ισλαμοχριστιανικού διαλόγου κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό είναι η ελευθερία του ανθρώπου και το πρόβλημα του κακού. Η περαιτέρω ενδελεχής ανάπτυξη του κεφαλαιώδους ζητήματος της ελευθερίας του ανθρώπου σε άμεση αναφορά προς το πρόβλημα του κακού και το ζήτημα της θεοδικίας πραγματεύονται από τον Δαμασκηνό με υποδειγματική ακρίβεια και λιτότητα. Ακροτελεύτιο σημείο του ισλαμοχριστιανικού  διαλόγου είναι η χριστολογία που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανισμού, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πίστη/εμπιστοσύνη στον Χριστό έτσι ώστε κάθε χριστιανικός λόγος είναι αυτόχρημα χριστολογικός.  

2. Η πατερική θεολογία κορυφώνεται στον 8ο αιώνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό και η βυζαντινή θεολογία αποκορυφώνεται στον 14ο αιώνα με τον Γρηγόριο Παλαμά (1296-1359). Όπως ο Δαμασκηνός εισέρχεται σε διάλογο με το Ισλάμ έτσι κι ο Παλαμάς τολμά να υπεισέλθει σε διάλογο με τον μουσουλμανικό κόσμο.

Στην πρώτη περίπτωση κατά τον 8ο αιώνα έχουμε απέναντι από την Ορθοδοξία την αραβική ισχύ την οποία δεν φοβάται ο Δαμασκηνός, ενώ στην άλλη περίσταση στον 14ο αιώνα έχουμε την οθωμανική παρουσία που αιχμαλωτίζει τον Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος δεν διστάζει να διαλεχθεί με τους μουσουλμάνους, παρότι ο ίδιος προσωπικά βρισκόταν σε δεινή θέση ως αιχμάλωτος των αντιπάλων στρατευμάτων. Ας προσεχθεί ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με τους πρωτοκορυφαίους θεολόγους της Ορθοδοξίας οι οποίοι όχι απλώς διεξάγουν διάλογο με το Ισλάμ, αλλά κυρίως κι επιπλέον αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία ενός τέτοιου δυσχερούς και ιδιαίτερα παρεξηγήσιμου γεγονότος μέσα σε ατμόσφαιρα πολεμικής αντιπαράθεσης χωρίς φόβο και δίχως πάθος με μοναδικό όπλο την αλήθεια της εκκλησίας.

Μέτρο κρίσεως και συγκρίσεως για όλους εμάς τους συγχρόνους ορθοδόξους θεολόγους στον ισλαμοχριστιανικό διάλογο και γενικότερα σε κάθε είδους διαθρησκειακή διαλογική συνάντηση σήμερα είναι τα παραδείγματα που μας κατέλειπαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Γρηγόριο Παλαμά. Εάν εκείνοι τόλμησαν τον διαθρησκειακό διάλογο, πώς είναι ποτέ δυνατόν να τον αποφύγουμε εμείς σήμερα; Εάν εκείνοι διεξήγαγαν διαλογικές συζητήσεις υπό την κλαγγή των όπλων σε κατάσταση αιχμαλωσίας των ορθοδόξων λαών και ομηρίας των θεολόγων της εκκλησίας τότε, πώς είναι ποτέ δυνατόν εμείς σήμερα να αποποιηθούμε τον διαθρησκειακό διάλογο ζώντας σε συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας; Πιστότητα στο πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας σημαίνει ετοιμότητα γόνιμης μίμησης και δημιουργικής επανάληψης του δικού τους απαράμιλλου  παραδείγματος το οποίο ενέχει θέση θεολογικής υποθήκης και μας χρεώνει όλους εμάς τους ορθοδόξους θεολόγους σήμερα να μην παραλείψουμε να διαλεγόμεθα με αλλοθρήσκους, αλλοφύλους και ετερόδοξους καταθέτοντας την ορθόδοξη μαρτυρία ακόμα και υπό τις πλέον δυσμενείς ιστορικές συνθήκες με παρρησία σε πνεύμα κριτικής συμπάθειας.   

Ο Γρηγόριος Παλαμάς δεν κάνει απολογία της Ορθοδοξίας ούτε επιχειρεί αντιρρητική ανασκευή του Ισλάμ, αλλά επιδίδεται σε ομολογία της ορθοδόξου πίστεως και προβαίνει σε διάλογο με τους αλλοθρήσκους.

Αξίζει να υπογραμμισθεί ο θετικός τόνος του όλου εγχειρήματος και πρέπει να προσεχθεί η απουσία αρνητικής χροιάς. Αντί για την απολογία κατατίθεται ομολογία και μακράν του αντιλόγου προσφέρεται διάλογος. Η μετατόπιση του θεολογικού επικέντρου από την πολεμική απολογία στην ειρηνική ομολογία και η προτίμηση του γόνιμου διαλόγου αντί του άγονου αντιλόγου χαρακτηρίζουν αποφασιστικά και αμετάκλητα την ορθόδοξη παράδοση η οποία «επομένη τοις αγίοις πατράσιν» δεν σχετίζεται ούτε με τον φονταμενταλισμό ούτε με τον φανατισμό.

*

Οι σημερινοί επικριτές του διαθρησκειακού διαλόγου οφείλουν να αναμετρηθούν με την πατερική κληρονομιά του ισλαμοχριστιανικού διαλόγου της περιωπής ενός Δαμασκηνού και ενός Παλαμά τους οποίους ορθώς και ορθοδόξως ακολουθεί το σεπτό και παλαίφατο κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, έχοντας από δεκαετιών την δημιουργική πρωτοβουλία των πάσης φύσεως διαθρησκειακών διαλόγων,  διεξάγοντας αυτούς με εντυπωσιακή επιτυχία παρά τις διεθνείς ιστορικές συνθήκες που προβάλλουν προσκόμματα και κωλύματα.

 


Επιστροφή στην αρχή



 
 


Ταυτότητα ΔΚΕΕ | Στελέχωση | Links | Πρόσβαση | Επικοινωνία Όροι χρήσης | Δήλωση Απορρήτου