ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

συντονίστρια ομάδας εργασίας: Αλίκη Καρύδη

Το ιταλικό θέατρο προέρχεται από τις λαϊκές αγροτικές τελετές και τα παιχνίδια. Τον 5ο και 6ο αιώνα η Καθολική Εκκλησία καταδιώκοντας τα ειδωλολατρικά θεάματα, κατέστρεψε τα λείψανα του κλασικού θεάτρου της Ιταλίας.  Τα πρώτα δείγματα επαγγελματικής θεατρικής τέχνης εμφανίζονται στις ιταλικές πόλεις από το 9ο και 10ο αιώνα με παραστάσεις μίμων ενώ θεατρικά στοιχεία βρίσκονται επίσης στα παιχνίδια του καρναβαλιού του Σροβετίντε. Τα καρναβάλια της Βενετίας φημίστηκαν αργότερα, από το 13ο ως το 15ο αιώνα όταν μετατράπηκαν σε γιορτές ολόκληρης της πόλης.

 Η εκκλησία καταπολεμώντας το λαϊκό θέατρο, χρησιμοποίησε ταυτόχρονα θεατρικά μέσα στην προσπάθεια της να δημιουργήσει θεάματα με θρησκευτικό περιεχόμενο λειτουργικά δράματα και θεατρικά έργα μυστηρίων. Το 14ο αιώνα δημοφιλής μορφή θρησκευτικής παράστασης είναι τα Λάουντι (εγκώμια), με θέματα παρμένα κυρίως από τα Ευαγγέλια. Η επίδραση του λαϊκού θεάτρου εισχώρησε ακόμα και σε αυτές τις τελετουργικές παραστάσεις με κοσμικά και καμιά φορά κωμικά και σατιρικά μοτίβα. Τα θρησκευτκά μυστήρια διατηρήθηκαν σαν το κυριότερο είδος θεατρικής παράστασης μέχρι το 15ο αιώνα όταν το χριστιανικό τους περιεχόμενο υποχώρησε μπροστά στο μυθολογικό και έγιναν στην ουσία κοσμικά. Το έμμετρο θεατρικό έργο του Πολιτιανού «Ο Μύθος του Ορφέα» είναι το πρώτο παράδειγμα αναγεννησιακού κοσμικού δράματος στα ιταλικά και γράφτηκε στη μορφή μυστηρίου.

 Η ανάπτυξη μιας νέας θεατρικής κουλτούρας άρχισε στην Ιταλία κατά την Αναγέννηση. Στις αρχές του 16ου αιώνα δημιουργήθηκε από συγγραφείς όπως οι Αριόστο, Μακιαβέλλι, Αρετίνο, Μπρούνο και Μπιμπιένα η κομμέντια ερούντιτα (κωμωδία της μάθησης) με ηθοποιούς ερασιτέχνες σπουδαστές ή αυλικούς. Οι Τρισσίνο και Ρουτσελλάι δημιούργησαν την ιταλική τραγωδία και μιμήθηκαν τα ελληνικά πρότυπα. Χαρακτηριστικό είδος του ιταλικού θεάτρου του 16ου αιώνα είναι η «τραγωδία της φρίκης» που μοιάζει με τα έργα του Σενέκα.

 Σπουδαία θέση στο ρεπερτόριο των αυλικών θεάτρων είχε ένα στυλιζαρισμένο ποιμενικό θεατρικό είδος το «παστοράλ». Χαρακτηριστικά έργα του είδους αυτού δημιουργήθηκαν από τους Τασσο και Γκουαρίνι. Το σημαντικότερο στάδιο ανάπτυξης του ημιεπαγγελματικού θεάτρου στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα συνδέεται με το έργο του δραματουργού και ηθοποιού Μπέολκο, συγγραφέα των γεμάτων από φολκλορικά στοιχεία κωμωδιών, γραμμένων στη διάλεκτο της Πάδουας και δημιουργού του χαρακτήρα Ρουτσάντε, ενός φαιδρού χωριάτη από την Πάδουα.

 Το πιο λαμπρό φαινόμενο της Αναγγένησης στο θέατρο αποτελεί η κομμέντια ντελ’ άρτε (κωμωδία με μάσκες), που προέρχεται από την επίδραση διάφορων μορφών λαϊκού θεάτρου, συγγενών με τις φάρσες που παρουσιάζονταν στις δημόσιες πλατείες. Η κομμέντια ντελ’ άρτε εμφανίστηκε το 16ο αιώνα. Τα στοιχεία που συνέβαλαν στη γέννηση της κομμέντια ντελ’ άρτε ήταν η ανάγκη εκλαϊκευσης της λόγια κωμωδίας που δεν προσέλκυε ούτε το πλατύ ούτε το αυλικό κοινό, η δημιουργία ηθοποιών και επαγγελματικών θιάσων και η ανάγκη ικανοποίησης των απαιτήσεων του κοινού.

Κυριότερο στοιχεία που διαχωρίζει την κόμμεντια ντελ’ άρτε από όλα τα είδη θεάτρου είναι ο αυτοσχεδιασμός πάνω στη σκηνή. Προικισμένοι με συμβατικά χαρακτηριστικά, οι χαρακτήρες-μάσκες, που δημιουργούν οι ηθοποιοί, περνούν από τη μια υπόθεση στην άλλη, αλλάζοντας μόνο στις λεπτομέρειες. Με εξαίρεση του λυρικούς χαρακτήρες των ερωτευμένων, οι υπόλοιποι μιλούν τις λαϊκές διαλέκτους  ανάλογα με τον ήρωα που παρίσταναν και οι ηθοποιοί παίζουν με μάσκες.  Αποδίδονταν έτσι τα ιδιώματα των Ιταλών σε κάθε περιοχή της χώρας.

Οι παραστάσεις της κομμέντια ντελ’ άρτε, εκτός από την ανάπτυξη της σκηνικής τέχνης σαν αυτοτελούς είδους επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτέλεσαν επίσης σχολείο άριστο τεχνικής ηθοποιίας, σκηνικών μεθόδων, που υιοθετήθηκαν από μεγάλου δραματουργούς και θεατρικούς παράγοντες της νέας εποχής. 

Η στροφή των Ιταλών ουμανιστών προς την αρχαιότητα έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της θεωρίας του δράματος. Οι Ιταλοί θεωρητικοί του δράματος (όπως οι Τρισσίνο και Καστελβέτρο) επεξεργάστηκαν ένα σύνολο δραματουργικών κανόνων, που όριζε τον απόλυτο διαχωρισμό της τραγωδίας από την κωμωδία, αυστηρή τήρηση της ενότητας τόπου, χρόνου και δράσης και τη χρησιμοποίηση στην τραγωδία υψηλόφρονου ποιητικού λόγου. Οι κανόνες που καθιέρωσαν οι Ιταλοί θεωρητικοί επηρέασαν στη διαμόρφωση της αισθητικής του κλασικισμού στη Γαλλία του 16ου και 17ου αιώνα.

 Νέο στάδιο ανάπτυξης του εθνικού θεάτρου αποτέλεσε η μεταρρύθμιση του δραματουργού Γκολντόνι, που δημιούργησε την κωμωδία της καθημερινής ζωής, η οποία παρουσίασε εξατομικευμένους χαρακτήρες, ξεκόβοντας έτσι από τις παραδοσιακές μάσκες και τον αυτοσχεδιασμό. Εργάστηκε στη Βενετία και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της προσοχής του στην εκπαίδευση των ηθοποιών μεταδίδοντας τους την αντίληψη των θεατρικών καθηκόντων του Διαφωτισμού. Η θεατρική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε του έδωσε τον τίτλο του «πατέρα» της ιταλικής κωμωδίας. Στο έργο του αναλύονται όλες οι κοινωνικές τάξεις και εξετάζεται κάθε λεπτομέρεια της ζωής εκείνης της περιόδου. Οι ανθρώπινοι τύποι αποδίδονται με εκπληκτική αυθεντικότητα.

 Σε αντίθεση με την κωμωδία από την καθημερινή ζωή του Γκολντόνι, ο δραματουργός Γκότσι προσπάθησε να αναγεννήσει το θεατρικό εκείνο είδος που χρησιμοποιεί θέματα από παραμύθια, συνδυάζοντας το με τον αυτοσχεδιασμό και το μπουφφόνικο στοιχείο των μασκοφορεμένων χαρακτήρων της κομμέντια ντελ’ άρτε. Δημιούργησε έτσι το είδος των θεατρικών παραμυθιών (fiabe), που ανεβάστηκαν για πρώτη φορά στο θέατρο «Σαν Σαμουέλε» μεταξύ 1761 και 1765. 

Το ιταλικό θέατρο του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Κυριότερα θεατρικά κέντρα γίνονται η Ρώμη και η Βενετία, πλήθος δραματικοί θίασοι δίνουν παραστάσεις σε ειδικά κτίρια, κτισμένα για παραστάσεις όπερας, στο Μιλάνο, τη Νεάπολη, τη Φλωρεντία, τη Γένουα και άλλες πόλεις όπως και στα σπίτια αριστοκρατών και πλούσιων εμπόρων.

 Εκτός από το λόγιο θέατρο, μεγάλη δημοτικότητα παρουσιάζουν γιορτές και καρναβάλια καθώς και θεατρικά είδη όπως το κουκλοθέατρο, παραστάσεις ακροβατών, σχοινοβατών κλπ.

 Τα επαναστατικά γεγονότα του τέλους του 18ου αιώνα έστρεψαν το ενδιαφέρον προς το είδος της ηρωικής τραγωδίας. Το θέατρο πέρασε από μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από το ανέβασμα ελευθερόφιλων τραγωδιών του Βολταίρου και γενικότερα μια δοκιμαστική στροφή προς την τραγωδία η οποία αν και από λογοτεχνική άποψη ήταν εντυπωσιακή, δεν αποτέλεσε μέρος του θεατρικού ρεπερτορίου. Στην πραγματικότητα, η τραγωδία δεν ευδοκίμησε ποτέ στον ιταλικό χώρο γιατί οι κάτοικοί του έκλιναν από φυσικού τους στις κωμικές μορφές του θεάματος, όπως ήταν φανερό από την εποχή της ρωμαϊκής θεατρικής παράδοσης.

Δραματουργοί εκμεταλλεύτηκαν αποδοτικά τα πατριωτικά αισθήματα που ήταν τότε σε αναβρασμό και τραγωδίες όπως Ναμπούκο, Αντόνιο Φοσκαρίνι και Τζοβάνι ντα Προτσίντα συνέβαλαν στις ιδεολογικές ζυμώσεις της εποχής.  

 Το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα προσδιόρισε την εμφάνιση και καθιέρωση της ρομαντικής τάσης στο θέατρο και τη δραματουργία.  Η επαναστατική ρομαντική δραματουργία δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της νέας ιταλικής σχολής ηθοποιίας, με θεμελιωτή τον ηθοποιό Μοντένα, ο οποίος πήρε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα των δεκαετιών του 1830 και 1840.  Χαρακτηριστικά της σχολής Μοντένα είναι η επιδίωξη ιδεολογικών στόχων και το πολιτικό πάθος στην απεικόνιση δυνατών και αποφασιστικών χαρακτήρων, καθώς και η εγκατάλειψη των στοιχείων ρουτίνας και καθημερινότητας που μειώνουν τον ηρωικό προσανατολισμό της τέχνης.

 Μετά την ενοποίηση της Ιταλίας και την εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας η ιταλική κοινωνία και κουλτούρα πέρασαν μια περίοδο απογοήτευσης για τα αποτελέσματα του απελευθερωτικού κινήματος. Η ηρωική τραγωδία εκφυλίστηκε σε ιστορικό δράμα με μελοδραματικά στοιχεία. Έπαψαν να λειτουργούν μόνιμα δραματικά θέατρα και η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρονταν για την ανάπτυξη της εθνικής θεατρικής τέχνης. Οι οικονομικές δυσκολίες ανάγκασαν τους καλύτερους εκπρόσωπους του ιταλικού θεάτρου να περιοδεύουν μόνιμα σε άλλες χώρες. Οι θιασάρχες των δημιουργούμενων για τα τουρνέ θιάσων και διακεκριμένοι ακόμα ηθοποιοί δεν επιδίωκαν να δημιουργήσουν άρτιο θεατρικό σύνολο. Το υψηλό επίπεδο της τέχνης ορισμένων ηθοποιών δεν προσδιόριζε τη γενική κατάσταση του ιταλικού θεάτρου.

 Έξω από το κωμικό περιβάλλον εμφανίστηκε το σικελικό θέατρο που ασχολήθηκε με το τραγικό νόημα της ζωής. Στους συγγραφείς του νότου το θέατρο που γραφόταν στην κοινή ιταλική γλώσσα παλλόταν από λαϊκούς τόνους. Στους συγγραφείς του βορρά παρακολουθούσε τις τύχες μιας αστικής κοινωνίας η οποία προχωρούσε στην ενδοσκόπηση της αποσύνθεσής της.

 Η εδραίωση του βερισμού, που ανέπτυξε στο ιταλικό θέατρο νατουραλιστικές κυρίως τάσεις, στέρησε τη σκηνή από τον ηρωικό προσανατολισμό της.

 Στις αρχές του 20ου αιώνα το θεατρικό ρεπερτόριο απαρτίζεται σε μεγάλο βαθμό από δράματα του Ντ’ Ανούντσιο και άλλων εκπροσώπων της δραματουργία της παρακμής. Ο Ντ’ Ανούτσιο χρησιμοποίησε τον λόγο με ένα ύφος που θυμίζει το μπαρόκ και προσπάθησε μάταια να δημιουργήσει μια καινούργια μυθολογία, αντλώντας θέματα από τις λαϊκές παραδόσεις. Επηρέασε όμως την ιταλική σκηνή και επιβράδυνε την εδραίωση μιας πιο σύγχρονης θεατρικής συνείδησης και δραματικής γλώσσας.  Λίγο αργότερα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία οι κωμωδίες από την καθημερινή ζωή και ιδιαίτερα τα φιλοσοφικά-ψυχολογικά δράματα του Πιραντέλλο. Οι απρόβλεπτες και ασυνήθιστες δραματικές θεατρικές δομές του φανερώνουν τον τρόμο που συγκλόνιζε τους πρωταγωνιστές του, όταν ένιωθαν τον παραλογισμό της καθημερινής πραγματικότητας, το αγχώδες και καταστροφικό αίσθημα που τους κυρίευε, όταν καταλάβαιναν τον εαυτό τους, την ύπαρξή τους.  

 Παράλληλα με την πιραντελική εμπειρία αναπτύσσεται το γκροτέσκο, ένα είδος το οποίο αναβαθμίζεται σε κωμωδία-μανιφέστο τουνέου είδους, αποτυπώνει τις αντιφάσεις της πραγματικότητας με διορατικότητα αλλά όχι και χωρίς παραλογισμούς. Το γκροτέσκο όμως είνε εφήμερη ζωή και έσβησε μέσα σε λίγα χρόνια.

Βαθιά κρίση πέρασαν το ιταλικό θέατρο και η δραματουργία την περίοδο της φασιστικής δικτατορίας (1922-1943). Το ρεπερτόριο των θιάσων περιλαμβάνει την εποχή αυτή θεατρικά έργα ψυχαγωγικού χαρακτήρα, δράματα του βουλεβάρτου, ενώ πολύ διαδομένες είναι και οι μοντερνιστικές τάσεις.

 Ο ηρωικός αγώνας του αντιστασιακού κινήματος, η ήττα του φασισμού και η άνοδος των δημοκρατικών δυνάμεων δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός προοδευτικού ρεαλιστικού θεάτρου. Κάτω από την επίδραση του νεορεαλιστικού κινηματογράφου, προσωπικότητες της σκηνής επιδίωξαν να προσδώσουν κοινωνική οξύτητα και αλήθεια στις παραστάσεις και να ανανεώσουν το ρεπερτόριο και τις καλλιτεχνικές μεθόδους του θεάτρου.

 Η προοδευτική ανάπτυξη του θεάτρου προωθήθηκε από το έργο του σκηνοθέτη Βισκόντι ο οποίος δημιούργησε παραγωγές που χαρακτηρίζονται από το ανθρωπιστικό τους πνεύμα. Ξεχωριστή θέση στη μεταπολεμική ανάπτυξη του ιταλικού θεάτρου κατέχει το θέατρο διαλέκτου της Νεάπολης, που δημιούργησε ο δραματουργός σκηνοθέτης και ηθοποιός Ντε Φίλιππο και έχει πολλά κοινά στοιχεία με την επιθεώρηση. Το θέατρο αυτό έχει δυο θιάσους, ένα μόνιμο που δίνει παραστάσεις στο θέατρο «Σαν Φερντινάντο» της πόλης και έναν περιοδεύοντα που ταξιδεύει σε όλη τη χώρα. Το θέατρο αυτό παρουσιάζει κυρίως έργα του Ντε Φίλιππο, αφιερωμένα σε σύγχρονα θέματα, που ξεχωρίζουν για το δημοκρατικό και ανθρωπιστικό τους προσανατολισμό. Την καλλιτεχνική πρακτική του τη χαρακτηρίζει μια σύνθεση των παραδόσεων «εύθυμων στοιχείων» της κομμέντια ντελ’ άρτε και της πιστής απεικόνισης της καθημερινής ζωής της εποχής, καθώς και η συγχώνευση τραγικών και οξύτατα κωμικών αρχών.

 Χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής περιόδου του ιταλικού θεάτρου είναι η εμφάνιση στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 των μόνιμων θεάτρων. Το 1947 άνοιξε το μόνιμο «Πίκκολο Τεάτρο» του Μιλάνου, κατόπιν το «Πίκκολο Τεάτρο» της Ρώμης, το «Τεάτρο Στάμπιλε» του Τορίνο κ.α. Στις δεκαετίες του 1940 και 1950 αυξήθηκε το ενδιαφέρον για το ρωσικό δράμα και το ρεπερτόριο των θιάσων πλουτίστηκε με έργα των Γκόγκολ, Τσέχοφ και Γκόρκι καθώς και με διάφορες σκηνικές προσαρμογές μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκι.

 Τα μόνιμα θέατρα στερέωσαν τη θέση τους στα μέσα της δεκαετίας τους 1960 με τις επιχορηγήσεις τους κράτους και των δήμων. Τα θέατρα αυτά, σαν μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, μοιράζουν σε εργάτες, σπουδαστές και υπαλλήλους εισιτήρια με έκπτωση ενώ παράλληλα διοργανώνουν καλλιτεχνικές συζητήσεις. Το θεατρικό ρεπερτόριο αποτελείται κυρίως από έργα προοδευτικού περιεχομένου καθώς και από δράματα και σατιρικές κωμωδίες που στόχο έχουν την αντιδραστική πολιτική των κυρίαρχων κύκλων, τα κοινωνικά ελαττώματα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας και το νεοφασισμό. 

Στο σημερινό ιταλικό θέατρο, ταυτόχρονα με τις προοδευτικές τάσεις συνυπάρχουν και αντιδραστικές. Βασιζόμενα σε βιβλικά θέματα και σε μια ατμόσφαιρα μυστικισμού, πολλά έργα συγγραφέων ενσταλάζουν στο κοινό τις ιδέες της μη αντίστασης στο κακό και στον ισχύοντα νόμο και τάξη πραγμάτων, ενώ κυριαρχεί ο φορμαλισμός στους πειραματισμούς μερικών σκηνοθετών και δραματουργών που κλίνουν προς το λεγόμενο θέατρο του παράλογου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το λεγόμενο πολιτικό ιταλικό θέατρο άρχισε να παρουσιάζει έργα που στρέφονται κατά της θρησκευτικής υποκρισίας, της αστικής γραφειοκρατίας καθώς και κατά του νεοφασισμού, αλλά ορισμένα από τα έργα στρέφονται συχνά προς τον αναρχισμό και από τις σκηνές αντηχούν αριστερίστικα ψευδοεπαναστατικά συνθήματα.

 Σημαντικό στοιχείο του ιταλικού θεάτρου αποτελούν τα θεατρικά έργα που παρουσιάζονται σε αρχαία θέατρα (Συρακούσες και Όστια).  

 Ανάμεσα στις πολυάριθμές απόπειρες να δοθεί ζωή σε ένα θέατρο πέρα από το συνηθισμένο  αξιοσημείωτες είναι αυτές του νομπελίστα Ντάριο Φο.