ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

 

 

                                                                 Φωτεινή Κομνηνού

    

Παρουσιάστε και σχολιάστε συγκριτικά την εικόνα του φιλοσόφου στον Πλάτωνα με έμφαση στην Πολιτεία, 6ο και 7ο βιβλίο: 507d – 521b και στον Αριστοτέλη, με έμφαση στα Ηθικά Νικομάχεια, 10ο βιβλίο, κεφ. 6-9: 1176a30-1179a32.

 

Εισαγωγικά

          Η ακμή της φιλοσοφικής σκέψης εντοπίζεται στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων. Εκεί, όπου η ενασχόληση με την πολιτική αποτελεί σχεδόν «δεύτερη φύση» για πολίτες και μη. Οι φιλόσοφοι δεν αποκλίνουν από τον κανόνα. Τόσο ο αριστοκράτης Πλάτωνας[1], όσο και ο μέτοικος και σχολαστικός Αριστοτέλης[2],  θα αφιερώσουν ένα μεγάλο μέρος  του έργου τους στη σχέση ηθικής και πολιτικής,  από διαφορετική ο καθένας σκοπιά. Είναι άραγε τυχαίο ότι η ηθική σε συνάρτηση με την πολιτική, απασχολεί ιδιαίτερα τους δύο κορυφαίους φιλοσόφους; Βρισκόμαστε σε  μια εποχή έντονων φιλοσοφικών αναζητήσεων και προβληματισμών. Οι Σοφιστές φαίνεται να προβάλλουν μια διαστρεβλωμένη, σχεδόν εικονική,  πραγματικότητα, κάτω από το πρίσμα  μιας λογικής,  η οποία προσομοιάζει  περισσότερο με «καπατσοσύνη».  Θεωρούνται οι κύριοι υπαίτιοι της έκπτωσης των αρχαίων, πατριαρχικών αξιών, περισσότερο «τεχνογνώστες» παρά φιλόσοφοι. Γι’ αυτούς, η ρητορική αναγορεύεται ως κυρίαρχη τέχνη, προκειμένου να επικρατήσει κανείς στον πολιτικό στίβο, από τον οποίο εξοβελίζεται κάθε έννοια ηθικής.

Σε αυτόν τον κόσμο, ο φιλόσοφος καλείται να παίξει έναν σημαντικό ρόλο. Να προσπαθήσει να αποκαταστήσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, την αίσθηση της πραγματικής Αλήθειας, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τη γνώση και να συνδέσει την έννοια της ηθικής με την πολιτική, παρότι αυτό ακούγεται, ακόμη και στις μέρες μας, εν μέρει ουτοπικό.  Τη θέση του Πλάτωνα, για τον φιλόσοφο-βασιλέα, επηρεάζει άμεσα η αριστοκρατική καταγωγή του και γι’ αυτόν το λόγο μένει προσκολλημένος στην παραδοσιακή ηθική του παρελθόντος, που στηριζόταν στην ανδρεία, την ευσέβεια και την αφοσίωση στην Πολιτεία.  Πιο ρεαλιστής, ο Αριστοτέλης, τοποθετεί τον φιλόσοφό του πέρα από τον στίβο της ενεργής πολιτικής και τον θεωρεί ως τον πλέον ευδαίμονα άνθρωπο στην πολιτεία, λόγω της αποκλειστικά θεωρητικής του ενασχόλησης.  

          Σκοπός της μελέτης που ακολουθεί είναι να εστιάσει  ακριβώς σε αυτόν τον ρόλο του φιλοσόφου, όπως αυτός παρουσιάζεται συγκριτικά  στο έργο των δύο μεγάλων φιλοσόφων : του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ειδικότερα, θα χρησιμοποιήσουμε για οδηγό μας αποσπάσματα από το 6ο και το 7ο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα και από το 10ο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων του Αριστοτέλη.

                            

Πλάτων, «Πολιτεία», ο φιλόσοφος-βασιλεύς.

          Στην Πολιτεία, ο Πλάτωνας συνδέει τις απόψεις του περί Ιδεών και ψυχολογίας του ατόμου με το πρότυπο του ιδανικού πολιτεύματος. Σύμφωνα με τον Π. Δήμα[3], η τριμερής διαίρεση της ιδανικής πολιτείας σε παραγωγούς, φύλακες και βασιλείς-φιλοσόφους[4], έχει άμεση συνάρτηση με το διαχωρισμό της ψυχής σε επιθυμητικόν, θυμοειδές και λογιστικόν αντίστοιχα. Και αφού σε αυτή τη διαίρεση, το λογιστικόν μέρος ενδιαφέρεται και προωθεί το γενικό και μακροπρόθεσμο καλό, ελκύεται από τις ευχαριστήσεις που παρέχει η γνώση και η διανοητική απασχόληση και είναι το μόνο που μπορεί να ορίσει τον τρόπο μεγιστοποίησης της ικανοποίησης, μέσω του θυμοειδούς ή του επιθυμητικού,  είναι προφανείς οι ιδιότητες, οι οποίες αποδίδονται στους φιλοσόφους, ως μόνους άξιους να κυβερνήσουν το κοινωνικό σύνολο[5].

          Στο υπό εξέταση κείμενο, ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί την αλληγορία και τον μύθο για να μπορέσει να κάνει κατανοητές τις θεωρίες του. Από τον ορατό κόσμο της φύσης μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τον μη ορατό, ιδεατό κόσμο της νόησης.  Στην κορωνίδα των αισθήσεων, ο Πλάτωνας τοποθετεί την όραση. Η όραση όμως, από μόνη της, δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά χωρίς την συμβολή του φωτός, το οποίο προέρχεται από τον ήλιο. Ο θεός Ήλιος θεωρείται μέγιστο αγαθό στον πραγματικό κόσμο. Και όπως εκείνος φωτίζει, γεννάει, αναπτύσσει και τρέφει τα πάντα, έτσι και η έννοια του Αγαθού, το οποίο, σ’ έναν ιδεατό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον νου, γίνεται η αιτία της  επιστήμης και της αλήθειας όλων των γνωστικών όντων[6]. Ότι είναι παράλογο και ψευδές μας προβληματίζει και μας μπερδεύει, όπως οι εικόνες των ορατών πραγμάτων στο σκοτάδι.[7]  Όπως η Ήλιος βασιλεύει στον ορατό κόσμο, έτσι και το Αγαθό, η Δικαιοσύνη και η Αλήθεια βασιλεύουν στο νοητό κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν δύο κόσμοι;  Ο Πλάτωνας, μέσω της θεωρίας του περί Ιδεών,  ξεχωρίζει τον κόσμο των αισθητών από τον κόσμο των Ιδεών[8]. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η ιδανική του πολιτεία βρίσκεται σ’ έναν νοητό κόσμο, ο οποίος διακατέχεται από την Ιδέα[9] του Αγαθού.  Αυτός όμως, που καλείται να γνωρίσει και να εφαρμόσει το πρότυπο του αγαθού στην πολιτειακή πραγματικότητα, θα πρέπει να ενεργεί με βάση τη φρόνηση και τη γνώση[10], να ξέρει να διακρίνει το καλό από το κακό, την αλήθεια από την πλάνη, το πραγματικό από το απατηλό.  Και ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι αυτός, εκτός από τον φιλόσοφο; 

Για να αναδειχτεί όμως κάποιος φιλόσοφος, θα πρέπει να έχει περάσει με επιτυχία από όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, τα οποία ορίζονται από τον θεμελιωτή της πολιτείας[11].  Υπέρτατο αντικείμενο γνώσης του φιλοσόφου  είναι η έννοια του Αγαθού. Η γνώση του Αγαθού αποτελεί και τον κυρίαρχο στόχο της εκπαίδευσης. Ο Πλάτωνας, μέσα από την αλληγορική εικόνα του ήλιου και τον μύθο του σπηλαίου, επανέρχεται στο θέμα της παιδείας, ως απαραίτητο στοιχείο του φιλοσόφου-βασιλέως.[12] Κατοχυρώνει έτσι το παιδαγωγικό του επιχείρημα προς «την κατάδειξη της θεωρίας περί του φιλοσόφου ως βασιλέως της αρίστης πολιτείας».[13] Ο εν δυνάμει φιλόσοφος είναι αυτός, ο οποίος ελευθερώνεται από τα δεσμά του σπηλαίου και βγαίνει στο φως, το οποίο στο νοητό κόσμο ισοδυναμεί με την αλήθεια, που γεννήθηκε από τη γνώση του Αγαθού. Παρά την οδυνηρή εμπειρία της έκθεσης από το σκοτάδι στο φως[14], εξαναγκάζεται να στρέψει σε αυτό, όχι μόνο το βλέμμα και το κεφάλι αλλά και ολόκληρο το σώμα και στη συνέχεια την ψυχή του, μέχρι να τον καταλάβει ολόκληρο η δύναμη της αλήθειας[15]. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σημαντική η συμβολή του θεμελιωτή της αρίστης πολιτείας. Είναι αυτός, ο οποίος, με όχημα την συνεχή εκπαίδευση και με σκοπό την κατάκτηση της γνώσης,  θα τον εξαναγκάσει σχεδόν να ανεβεί από τον κακοτράχαλο δρόμο προς την κορυφή[16] και δεν θα τον αφήσει να φοβηθεί και να γυρίσει πίσω στο σκοτάδι[17].  Θα γυρίσει μόνο, όταν πια είναι κάτοχος της γνώσης του αγαθού, για να μπορέσει να την μεταδώσει και στους υπόλοιπους συνδεσμώτες της σπηλιάς, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν μόνο τις σκιές και ν’ ακούν τον αντίλαλο των αληθινών πραγμάτων[18].

Σε αυτό το σημείο θεωρούμε απαραίτητο να επισημάνουμε την αναφορά του Πλάτωνα στις πολιτικές συνθήκες της εποχής του αλλά και στη μοίρα που επιφυλάχθηκε στο Σωκράτη από την πολιτεία. Οι δεσμώτες της σπηλιάς, οι οποίοι έχουν μια ψευδή και λανθασμένη γνώση της πραγματικότητας, έχουν θεσπίσει νόμους και έχουν ορίσει μια κοινωνική ιεραρχία. Όταν αυτός, που ελευθερώθηκε από τα δεσμά και ξαναγύρισε για να αποκαλύψει στους άλλους την αλήθεια,[19] κινδυνεύει να τον σκοτώσουν αν τους ελευθερώσει, μας έρχεται στο νου η δίκη[20] και ο θάνατος του Σωκράτη[21], γεγονός που είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Πλάτωνα.

Ο εν δυνάμει φιλόσοφος-βασιλιάς της αρίστης πολιτείας κουβαλά στην ψυχή του, ως «εργαλείο», τη δύναμη της γνώσης. Για να μπορέσει να ολοκληρώσει τη στροφή προς την Αλήθεια και το φως, και να ολοκληρωθεί ως άριστος και ιδεατός κυβερνήτης, απαραίτητη κρίνεται η εκπαίδευση[22]. Η συνεχής και επίπονη εκπαίδευση είναι ο μοναδικός δρόμος επίτευξης του τελικού στόχου[23].  Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι λογικό να εξαιρούνται οι αμόρφωτοι, οι δίχως καμία εμπειρία της αλήθειας,  ή οι θεωρητικοί της φιλοσοφίας. Οι πρώτοι γιατί δεν έχουν θέσει τον πολιτικό εκείνο σκοπό, στον οποίο πρέπει να τείνουν οι πράξεις τους και οι δεύτεροι γιατί στερούνται της πρακτικής εκείνης πλευράς, η οποία θεωρείται απαραίτητη στην πολιτική πράξη.[24]

Ο φιλόσοφος-βασιλιάς του Πλάτωνα, λαμβάνει την καλύτερη εκπαίδευση από την πολιτεία, γι’ αυτόν το λόγο δεν είναι αυτοδύναμος και συνεπώς απαλλαγμένος από τα πολιτικά  βαριά καθήκοντα, αλλά έχει  την υποχρέωση προς την πολιτεία να γίνει οδηγητής της και  ανιδιοτελής κυβερνήτης του σμήνους των πολιτών, προς όφελος όλων, κυβερνώντας με σοφία και σύνεση[25]. Γιατί έχει λάβει παιδεία πιο ολοκληρωμένη, και σε θέματα πολιτικής αλλά και φιλοσοφίας, πράγμα που τον καθιστά δυνατότερο από τους άλλους φιλοσόφους[26]. Το παράδειγμα του Σωκράτη μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι παράλληλα με τη γνώση, η εξουσία κρίνεται απαραίτητη.[27]

Η αξία ενός φιλοσόφου - βασιλιά έγκειται, επίσης, στο ενδιαφέρον του για την καλυτέρευση, την ευημερία και την ενίσχυση της ενότητας ολόκληρης  της πόλης και όχι στο προσωπικό του όφελος[28].  Γι’ αυτό πρέπει να κατέβει και πάλι στη σπηλιά και να φωτίσει τους άλλους μεταδίδοντάς τους τη γνώση, έτσι ώστε η αλήθεια να γίνει το ίδιον της ιδανικής πολιτείας και όχι μια ουτοπική κατάσταση, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι πολεμούν μάταια για σκιές, εικασίες και ασύδοτη εξουσία.[29] Γιατί ο φιλόσοφος-βασιλιάς δεν έχει εξουσιαστικές τάσεις, αλλά θεωρεί την ανάληψη της εξουσίας σαν αναγκαία και αναπόφευκτη για το καλό της πόλης[30]. Η ευδαιμονία, γι’ αυτόν, ολοκληρώνεται μέσα από την ολοκλήρωση των ηθικών του καθηκόντων. Ο πλούτος δεν είναι το χρήμα ή ο χρυσός, αλλά η αγάπη και η άσκηση της αρετής και της σοφίας.[31] Γιατί ο έρωτας για την εξουσία, όπως επίσης και η ανάληψή της από ανθρώπους στερημένους από πνευματικές αρετές,   προκαλεί  αντιζηλίες και πολέμους και καταλήγει στην καταστροφή της πόλης.[32] Οι φιλόσοφοι λοιπόν, για τον Πλάτωνα,  είναι οι μόνοι ικανοί να κυβερνήσουν την πολιτεία[33], διότι είναι οι μόνοι οι οποίοι όχι μόνο έχουν δοκιμάσει καλύτερη ζωή και τιμές από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό, αλλά έχουν στοχαστεί καλύτερα, μέσα από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης,  για την καλύτερη διακυβέρνηση της πολιτείας.[34]

 

Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια».

           Ο σχολαστικός και συστηματικός Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα,  δεν θα επινοήσει μια ιδανική, ουτοπική πολιτεία για να τοποθετήσει τον φιλόσοφό του. Ο φιλόσοφος, σε αυτήν την περίπτωση, είναι ένας πραγματικός άνθρωπος, που ζει σ’ έναν εντελώς ρεαλιστικό κόσμο, επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτόν, εξελίσσεται συνεχώς μέχρι να φτάσει στον τελικό του σκοπό.  Γι’ αυτό και η ηθική του, έχει μια διαφορετική χροιά από την ηθική του φιλοσόφου στον Πλάτωνα, είναι πιο ρευστή και επηρεάζεται από τα ισχύοντα στην εκάστοτε ηθική κοινότητα[35].

          Για τον Αριστοτέλη,  θεμελιώδης έννοια θεωρείται αυτή της ευδαιμονίας, αφού αυτή «είναι ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών»[36]. Η ευδαιμονία, λοιπόν, αποτελεί τον σκοπό, το «τέλος», κάθε ανθρώπινης ενέργειας. Ένας σκοπός όμως, ο οποίος δεν αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο για την επίτευξη ενός άλλου σκοπού, αλλά είναι καθαυτός επιθυμητός και πλήρης. Το πιο ολοκληρωμένο «τέλος» φαίνεται να είναι το αγαθόν. Ένα αγαθόν, το οποίο και για τον Αριστοτέλη γίνεται το αντικείμενο των ανθρώπινων επιδιώξεων, αλλά δεν υπήρχε εσαεί σ’ έναν υπερβατικό κόσμο, όπως η Ιδέα του Αγαθού στον Πλάτωνα.[37] 

Ποια πράγματα είναι όμως επιθυμητά, αυτά καθ’ αυτά; Αρχικά, οι ενέργειες οι οποίες είναι σύμφωνες με την αρετή, κατά δεύτερον οι διασκεδάσεις[38]. Οι διασκεδάσεις όμως δεν μπορούν να γίνουν σκοπός ζωής, γιατί η αξία τους έγκειται στην ανάπαυση που μας προετοιμάζει για ενεργό δράση[39]. Οι άνθρωποι, οι οποίοι σαν μοναδικό στόχο τους έχουν τη διασκέδαση και την σωματική ηδονή, χαρακτηρίζονται ως φαύλοι. Οι επιλογές τους όμως δεν οφείλονται σε άγνοια,  αλλά καθορίζονται από τον χαρακτήρα τους[40], σε αντιδιαστολή με τον Πλάτωνα, που θεωρούσε ότι η γνώση της ηθικής από μόνη της, οδηγούσε τον άνθρωπο στον ενάρετο βίο[41].   Η ευδαιμονία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την άσκηση της αρετής, η οποία γίνεται ο σκοπός της ηθικής ζωής. Συνεπώς κάθε ανθρώπινη πράξη πρέπει να προσανατολίζεται προς αυτόν το σκοπό.  Η δραστηριότητα αυτή, καθώς προέρχεται εκπορεύεται απ’  «ότι θεϊκότερο βρίσκεται μέσα μας» και είναι  «θεωρητικής φύσης»[42], δεν μπορεί παρά να χειραγωγείται από το ανώτερο μέρος της ανθρώπινης ψυχής, τον νου[43]. Και σαν θεωρητική ενέργεια, μπορεί να έχει και μια αίσθηση συνέχειας, αφού μπορεί κανείς να αφιερώνεται σε αυτήν για όλη του τη ζωή, σε αντίθεση με οποιαδήποτε «πρακτική ενέργεια». Ο Αριστοτέλης κάνει εδώ έναν πρώτο διαχωρισμό θεωρητικού και πρακτικού βίου, σε αντιστοιχία με τον Πλάτωνα, ο οποίος είχε χωρίσει τον κόσμο των αισθήσεων από τον κόσμο των Ιδεών. Όσοι ασκούνται σε αρετές του πρακτικού βίου, έχουν άμεση ανάγκη τους άλλους. Αυτές, παρότι θεωρούνται «λαμπρές» ως αρετές, αναζητούνται πάντα για χάρη των άλλων. Παράδειγμα αποτελούν οι «σύμφωνες με την αρετή ενέργειες» εκείνων που ασχολούνται με την πολιτική ή τον πόλεμο. Ενώ η άσκηση της φιλοσοφίας, εξαιτίας του ότι επιδιώκεται γι’ αυτήν την ίδια, χωρίς να έχει άλλο σκοπό, θεωρείται αυτάρκης[44]. 

Εκτός των άλλων, η ευδαιμονία μπορεί να συνδυάζεται μόνο με την μέγιστη ηδονή, που παρέχει η συνεχής άσκηση του πνεύματος, η φιλοσοφία. Ευτυχέστερος θεωρείται αυτός που ήδη κατέχει τη γνώση (ο σοφός), παρά αυτός που προσπαθεί να την αποκτήσει[45]. Ο φιλόσοφος λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να θεωρηθεί ο ευδαιμονέστερος των ανθρώπων, καθόσον είναι αυτός που έχει καλλιεργήσει στον ανώτατο βαθμό και τις διανοητικές και τις ηθικές και τις πρακτικές αρετές[46]. Η άσκηση της θεωρητικής αυτής ενέργειας θεωρείται ανώτερη από τις άλλες, τόσο λόγω του θεωρητικού χαρακτήρα της, της μονιμότητάς της, της αυτάρκειάς της αλλά και λόγω του ότι παρέχει στον άνθρωπο περιθώρια ανάπαυσης, κάτι που ούτε ο πόλεμος ούτε η άσκηση της πολιτικής το επιτρέπουν[47]. Ο φιλόσοφος του Αριστοτέλη, σε αντίθεση με τον φιλόσοφο-βασιλιά του Πλάτωνα, απέχει από τον πολιτικό στίβο και ασχολείται μόνο με το θεωρητικό βίο και την απόκτηση της γνώσης[48], απελευθερωμένος από κάθε έγνοια του πρακτικού βίου και προορισμένος ν’ ασκεί τη διανοητική αρετή για όλη του τη ζωή.

Το ότι ο φιλόσοφος απέχει από την ενεργεί πολιτική δράση όμως, δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη,  ότι δεν είναι ενεργό μέλος της πόλης. Αντίθετα είναι ένα μέλος της πολιτικής κοινότητας και οφείλει να ζει μέσα σε αυτήν,  εκτελώντας «τις πράξεις εκείνες που ταιριάζουν στην ηθική αρετή…για να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους σαν άνθρωπος»[49].  Η ηθικότητα των πολιτών καθορίζει την έννοια του «ευ ζην» μέσα στα πλαίσια της πόλης. Η άσκηση της ηθικής κρίνεται επίσης απαραίτητη για την αρμονική συμβίωση της κοινότητας.[50] 

Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την ηδονή, που προέρχεται από τον θεωρητικό βίο, από αυτήν που αντιστοιχεί στις ηθικές αρετές. Ουσιαστικά κάνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα στης ηθικές και διανοητικές αρετές. Και αυτό γιατί θεωρεί την ενέργεια του νου σαν ενέργεια χαρακτηριστική των θεών, ενώ τις άλλες, όπως τη δικαιοσύνη, τη ανδρεία και τη μεγαλοψυχία, τις ανάγει στην ανθρώπινη φύση.[51] Σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ηθικού βίου, καθορίζεται η φρόνηση[52], η οποία παρότι αυτή καθαυτή είναι διανοητική αρετή, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση  μια συνειδητής ηθικής απόφασης ή πράξης[53]. Η ηθική με τη διανοητική αρετή διαχωρίζονται πλήρως. Ο φιλόσοφος δεν είναι απαραίτητο να προβαίνει σε ενέργειες σύμφωνες με τις ηθικές αρετές, καθόσον αυτές εξαρτώνται άμεσα από τις φυσικές ανθρώπινες δυνατότητες.[54] Αντίθετα, η διανοητική αρετή, η οποία ανάγεται στη θεϊκή σφαίρα[55],  κρίνεται ανώτερη, είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εξωτερικό παράγοντα, και γι’ αυτόν το λόγο αυτάρκης, δεν έχει ανάγκη από διαλείμματα και δεν εξαρτάται από τον παράγοντα τύχη. Είναι αυτή που οδηγεί στην ανώτατη μορφή ευδαιμονίας[56].  Η θεϊκή διάσταση της διανοητικής αρετής δεν πρέπει να μας τρομάζει. Αντίθετα οφείλουμε να μετέχουμε στην αθανασία, αποκαλύπτοντας, έστω και για λίγο, τον καλύτερο εαυτό μας[57]. Η ηθική αποκτά με αυτόν τον τρόπο ανθρώπινη διάσταση, και όχι υπερβατική, όπως στην περίπτωση του Πλάτωνα[58]. Επίσης δεν αποτελεί αντικείμενο διδαχής, όπως μια οποιαδήποτε άλλη επιστήμη[59]. Αντίθετα, οι διανοητικές αρετές, είναι αυτές που προέρχονται από τη θεϊκή μας υπόσταση, αυτές που μας ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα έμβια όντα, οι οποίες όμως δεν παύουν να  αποτελούν ένα τμήμα της ανθρώπινης υπόστασης[60].

           

Συμπεράσματα

Ο φιλόσοφος-βασιλιάς της Πλατωνικής Πολιτείας αντικατοπτρίζει το ιδεώδες ενός δίκαιου και συνετού ανθρώπου, ο οποίος είναι γνώστης της απόλυτης αρετής και της αλήθειας και σύμφωνα με το πρότυπο του οποίου, οφείλουμε να προσαρμόσουμε και τη δική μας ζωή.   Ο ρόλος του συνίσταται  αφενός μεν να διοικήσει την πόλη με βάση την έννοια του Αγαθού, αφετέρου δε να μεταδώσει  και να κάνει κατανοητή στους άλλους την έννοια της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Η γνώση της αρετής, την οποία κατέχει,  προϋποθέτει ένα πρόγραμμα συνεχούς και επίπονης εκπαίδευσης. Στα πρότυπα του Σωκράτη, είναι δίκαιος, ανιδιοτελής, σοφός και ο λόγος ύπαρξής του είναι η ενασχόληση με το γενικό καλό. Η ύπαρξή του όμως προϋποθέτει την ύπαρξη μιας τέλειας, ιδανικής Πολιτείας, η οποία όμως, ακόμη και σήμερα, βρίσκεται στα θεωρητικά σχέδια ενός μεγάλου φιλοσόφου.

Ο Αριστοτέλης, ψυχρά επιστημονικός και ρεαλιστής, τοποθετεί τον φιλόσοφό του μακριά από τον πολιτικό στίβο,  αφήνοντας τον να ασχολείται με την άσκηση του νου, ως τη μόνη ενασχόληση που οδηγεί στην τελειότερη μορφή ευδαιμονίας. Επίσης, ο φιλόσοφος του Αριστοτέλη, αποτελεί ενεργό μέλος της πόλης, επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτήν και κινείται στα πραγματικά ανθρώπινα πλαίσια. Δεν παύει όμως, και αυτός, να ανήκει σε μια ανώτερη «κάστα» ανθρώπων, αφού η ανωτερότητα του θεωρητικού βίου, που αυτός διάγει,  τεκμηριώνεται με την αναγωγή του σε θεϊκή δραστηριότητα.

          Και στις δύο περιπτώσεις,  η φιλοσοφία αποτελεί έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Ο φιλόσοφος, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, χαρακτηρίζεται ως ανώτερος άνθρωπος του πνεύματος, που οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με αυτό, που ονομάζεται αρετή.

 

Βιβλιογραφία

1.     Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, τομ. Β’, απόδοση Β. Μοσκόβης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1993.

2.     Vegetti Μ., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, εκδόσεις Π. Τραυλός, Αθήνα 2003.

3.     Δήμας Π., Η Φιλοσοφία του Πλάτωνα, στο Βιρβιδάκης κ.ά., Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

4.     During I.,  Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τομ. Β’, μτφρ. Α. Γεωργίου Κατσιβέλα, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003

5.     Ζιγκόν Ολόφ, Βασικά προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδόσεις Γνώσει, Αθήνα 1991.

6.     Hadot Ρ., Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Α. Κλαμπατσέα, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2002.

7.     Irwin T.,  Η κλασσική σκέψη, μτφρ. Γ. Βογιατζής, επιστ. Επιμέλεια Γ. Μανιάτης,  εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2005.

8.     Koyre Α., Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα, μτφρ. Λ. Κασίμη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990.

9.     Κόντος Π., Ηθική και πολιτική φιλοσοφία, στο Βιρβιδάκης κ.ά., Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

10. Kullmann Wolfgang,  Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, μτφρ. Α. Ρεγκάκος, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996.

11. Μανιάτης Γεωργ. Ν., Φιλοσοφία και πολιτεία στον Πλάτωνα, Ο Φιλόσοφος-Βασιλεύς και η Αρίστη Πολιτεία, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2005.

12. Ντε Κρεσέντο Λουτσιάνο, Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, τόμος Α’ Οι προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, μτφρ. Παν. Σκόνδρας, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1994.

13. Πλάτων, Πολιτεία, εισ. Σημείωμα – μετάφραση - ερμ. σημειώματα Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα, Πόλις 2002, σελ. 489-518 (=507d –511e, 514a-521b).

14. Ross W.D., Αριστοτέλης, μτφρ. Μ. Μητσού, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005

  

 

[1] «Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο» του Αριστοκλή, γιου του Αριστίωνα και της Περικτιόνης,  το οποίο του δόθηκε πιθανόν λόγω του φάρδους (πλάτους) των ώμων του. Πρβλ.  Λουτσιάνο ντε Κρεσέντο, Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Παναγιώτης Σκόνδρας,  εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2004, σελ.323.

[2] Γεννημένος στα Στάγειρα, γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά Αμύντα Β’ της Μακεδονίας, δεν μπόρεσε να ιδρύσει ποτέ δική του σχολή εξαιτίας της  απαγόρευσης κατοχής γης σε μη Αθηναίους πολίτες. Πρβλ. Λουτσιάνο ντε Κρεσέντο, ό.π. (1) σελ. 370 και  Β.Πολίτης, Π. Κόντος, Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, στο Σ. Βιρβιδάκης κ.ά., Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 162.

[3] Πρβλ.  Π. Δήμας, Η Φιλοσοφία του Πλάτωνα, στο Σ. Βιρβιδάκης κ.ά., ό.π. (2), σελ. 154 -155.

[4] Στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για τον βασιλιά των θεών (Δία), ούτε και τον ανθρώπων, αλλά για τον φιλόσοφο-βασιλιά.

[5] Στην ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα, αρετή των κυβερνητών πρέπει να είναι η σοφία, βάση της οποίας εποπτεύουν και κυβερνούν, αρετή των φυλάκων  να είναι η ανδρεία και των παραγωγών η σωφροσύνη. Πρβλ. Π. Δήμας, ό.π. (3), σελ.155.

[6] 508e-509c

[7] 508d

[8] 510a-511e

[9] Σήμερα «Ιδέα» θεωρείται μια σκέψη ή μια νοητική διαδικασία. Για τον Πλάτωνα η «Ιδέα» ήταν μια εξωτερική οντότητα, ανάμεσα σε άλλες, την οποία μπορούσες να τη δεις μόνο με τη δύναμη του νου.  Πρβλ. Λουτσιάνο ντε Κρεσέντο, ό.π. (1), σελ. 347.

[10] 517b-c

[11] Η εκπαίδευση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην οργάνωση και τη δομή της αρίστης Πολιτείας, και καταδεικνύει τη σχέση μεταξύ φύσης και καλλιέργειας.  Πρβλ.  Γεωργ. Ν. Μανιάτης, Φιλοσοφία και πολιτεία στον Πλάτωνα, Ο Φιλόσοφος-Βασιλεύς και η Αρίστη Πολιτεία, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2005, σελ. 115.

[12] 518a-521e

[13] Βλ. Γ. Μανιάτης, ό.π. (11), σελ. 111.

[14] Σύμφωνα με τους Στωϊκούς, η σοφία είναι ένα είδος υπερβατικής κατάστασης, στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς μόνο με μια βίαιη και αιφνίδια αλλαγή. Πρβλ. P. Hadot, Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Α. Κλαμπατσέα, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2002, σελ. 78. Στην προκειμένη περίπτωση, η έξοδος από τη σπηλιά είναι  όντως μια βίαιη αλλαγή στη ζωή του εν δυνάμει φιλοσόφου. Η κατάκτηση, όμως, της σοφίας έρχεται τελικά μέσα από την κατάκτηση της αλήθειας και του Αγαθού. 

[15] 514a – 516c

[16] “…ν’ ανέβουν την οντολογική και γνωσιολογική κλίμακα του όντος και της γνώσης, μέχρι του τέλους της, που είναι η επιστημονική νόησις του αγαθού…» Βλ. Γ. Μανιάτης, ό.π. (11), σελ. 112.

[17] 515e-516a

[18] Η κατάσταση του φυλακισμένου, είναι η κατάσταση του ανθρώπου, ο οποίος είναι δεμένος με τα αισθητά φαινόμενα, τις «δόξες», με το γίγνεσθαι. Πρβλ. Μ. Vegetti,  Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, εκδόσεις Π. Τραυλός, Αθήνα 2003, σελ. 178.

[19] 516c-517a

[20] 517d-e

[21] «…ο Σωκράτης όφειλε να πεθάνει ακριβώς επειδή ήταν φιλόσοφος. Όφειλε να πεθάνει επειδή δεν υπάρχει θέση γι’ αυτόν – για το φιλόσοφο – στην Πολιτεία του. …από την Πολιτεία όπου, αναπότρεπτα τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, όπου το ψεύδος, η ματαιοδοξία, η επίπλαστη λάμψη και η απατηλή εμφάνιση κυριαρχούν και καταδυναστεύουν τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και το αγαθό; Μήπως έπρεπε να είχε αποξενωθεί από αυτήν; …να αποσυρθεί κατ’ ιδίας, απέχοντας από τα κοινά, βυθισμένος στη μελέτη και τον στοχασμό; Να μια πιθανή λύση του προβλήματος…» την οποία θα υιοθετήσει, μεταξύ άλλων, και ο Αριστοτέλης.  «…Γιατί η Πολιτεία πού καταδικάζει τον Σωκράτη είναι κακή και νοσεί, τον καταδικάζει επειδή, όντας άδικη, δεν αντέχει την ύπαρξη ενός δικαίου στους κόλπους της, επειδή, όντας αμαθής, δεν μπορεί να υποφέρει την παρουσία, εντός των τειχών της, ενός ανθρώπου που κατέχει τη γνώση, και που υποδεικνύει σ’ αυτήν την ίδια την άγνοια και την αδικία της…» Πρβλ.  Α.Koyre, Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα, μτφρ. Λ. Κασίμη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990, σελ. 85 και 87.

[22] 518c-e

[23] Η έξοδος από το σπήλαιο, αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση  και γνώση του κόσμου  των Ιδεών. Ακόμη και για τον φιλόσοφο ο στόχος δεν είναι εύκολος, έχει να διασχίσει μακρύ δρόμο. Γιατί άλλο να εκτιμάς ένα ωραίο άτομο και άλλο να ξέρεις τι είναι στ’ αλήθεια η ομορφιά. Πρβλ. Λουτσιάνο ντε Κρεσέντο, ό.π. (1), σελ. 346.

[24] 519b-c

[25] Οι φιλόσοφοι, εφόσον γνωρίσουν τις Ιδέες, θα νομίζουν ότι βρίσκονται στα νησιά των Μακάρων και θα αρνούνται να επιστρέψουν. Αλλά η διακυβέρνηση είναι αναγκαιότητα και όχι βραβείο. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να διδάξει κανείς τον έρωτα των ιδεών στους ανθρώπους και να διαδώσει την ιδέα της δικαιοσύνης. Γιατί  οι δίκαιοι δεν ωφελούν μόνο τους εαυτούς τους αλλά και τους άλλους και επιθυμούν το κράτος να είναι οργανωμένο προς όφελος όλων. Πρβλ. T. Irwin,  Η κλασσική σκέψη, μτφρ. Γ. Βογιατζής, επιστ. Επιμέλεια Γ. Μανιάτης,  εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2005, σελ. 219-220.

[26] 520a-c

[27] Πρβλ. Α.Koyre, ό.π.  (21), σελ. 87.

[28] 519c-d

[29] 520c-d

[30] 520e

[31] 521a

[32] 521a-b

[33] Σε αντίθεση με τους σοφιστές, γιατί ο σοφιστής θεωρείται το κακέκτυπο του αληθούς φιλοσόφου, όπως ο τύραννος είναι το κακέκτυπο του αληθινού ηγέτη. Επιπλέον, η σοφιστική και η τυραννίδα είναι αλληλέγγυες, όπως από την άλλη πλευρά είναι αλληλέγγυες η φιλοσοφία και η βασιλεία της δικαιοσύνης στην Πολιτεία. Πρβλ.  Α.Koyre, ό.π.  (21), σελ. 98.

[34] 521b

[35] Πρβλ. Π. Κόντος, Ηθική και πολιτική φιλοσοφία, στο Σ. Βιρβιδάκης, ό.π. (2 ), σελ.206.

[36] Πρβλ. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, τομ. Β’, απόδοση Β. Μοσκόβης,  Νομική Βιβλιοθήκη,  Αθήνα 1993, σελ. 539.

[37] «Ήδη από την αρχαιότητα, ο Πλάτων είχε δεχτεί κριτική από τον Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρεί ότι είναι παράλογο το αντικείμενο των ανθρώπινων επιδιώξεων, το αγαθό, να είναι κάτι που δεν κατακτάται στον εδώ κόσμο των αισθητών όντων, μια Ιδέα σε έναν άλλο κόσμο χωρισμένη από αυτόν τον κόσμο. Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι το αγαθό δεν είναι απολύτως και αμιγώς αγαθό, αλλά σχετικό, διαχωρίζοντας τις έννοιες και τις χρήσεις του αγαθού, ανάλογα με το τι λέγεται ότι είναι αγαθό, αυτό που κάνει αγαθό έναν άνθρωπο είναι ουσιαστικά διαφορετικό από αυτό που κάνει αγαθή μια πράξη….» Βλ. Γ. Μανιάτης, ό.π. (11), σελ. 121 και 122.

[38] «»Σ’ αυτήν την κατηγορία πρέπει να κατατάξουμε και τα παιγνίδια εκείνα που μας είναι ευχάριστα αφού το κάμνουμε για να διασκεδάσουμε κι όχι για άλλη αιτία…»Βλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ. VI σελ. 539-541.

[39] «…αλλά η ανάπαυση δεν είναι σκοπός, γιατί υπάρχει εξ αιτίας της δράσεως…», Αριστοτέλους, ό.π. (36) κεφ. VI, σελ. 543.

[40] …Λογικό, λοιπόν είναι το ότι, όπως τα παιδιά και οι ενήλικοι αποδίδουν στα πράγματα διαφορετική αξία, το ίδιο κάμνουν και οι φαύλοι κι οι ενάρετοι ώστε, όπως είπαμε πολλές φορές, άξια εκτίμηση και ευχάριστα συμβαίνει να είναι μονάχα, όσα είναι τέτοια στον ενάρετο. Η περισσότερο, λοιπόν άξια ευχής ενέργεια είναι αυτή που ανταποκρίνεται στην δική του έξιν.» Βλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36),  σελ. 541.

[41] Πρβλ. Π. Κόντος, Ηθική και πολιτική φιλοσοφία, στο Σ. Βιρβιδάκης, ό.π. (2), σελ.208.

[42] Βλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ. VII, σελ. 543.

[43] Πρβλ. Π.Κόντος, ό.π. (41), σελ. 207.

[44] Πρβλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ. VII, σελ.547. 

[45] Σύμφωνα με τον W.D. Ross, ευτυχισμένη ζωή, κατά τον Αριστοτέλη, δεν είναι μια ζωή αναζήτησης της αλήθειας, αλλά μια ζωή θεώρησης της ήδη κατακτημένης αλήθειας. Πρβλ. W.D. Ross, Αριστοτέλης, μτφρ. Μ. Μητσού, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ.332.

[46]Είναι αξιοπερίεργο γιατί ο Αριστοτέλης δεν αποδέχθηκε την Πλατωνική θέση, ότι ένας τόσο ικανός και χαρισματικός άνθρωπος, όπως είναι ο φιλόσοφος, δεν θα ήταν δυνατόν να είναι ο καλύτερος πολιτικός. Πρβλ. Γ. Μανιάτης, ό.π. (11), σελ. 122

[47] Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ. VII, σελ. 547-549.

[48] Διαπιστώνουμε μια αντικειμενική μεταβολή του κοινωνικού ρόλου του φιλοσόφου και κατ’ επέκταση της αποστολής του. Για τον αριστοκράτη Πλάτωνα ο σκοπός της γνώσης και της φιλοσοφίας είναι η ηθικοπολιτική αναγέννηση της κοινωνίας. Για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία και η γνώση γίνονται αυτοσκοπός και επομένως είναι κοινωνικά άχρηστες. Μοναδικός σκοπός τους η ικανοποίηση της έμφυτης ανθρώπινης ανάγκης για καθαρή γνώση. Πρβλ. Μ. Vegetti,  ό.π. (18) σελ. 211.

[49] Βλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ.  VIII, σελ. 553.

[50] «Η ηθική τελείωση του ανθρώπου πραγματώνεται ουσιωδώς στο εσωτερικό μιας πολιτικής κοινότητας». Βλ. Π. Κόντος, ό.π. (41) σελ. 209.

[51] Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ. VIIΙ, σελ. 549-551.

[52] «…Η σοφία και η φρόνηση είναι αγαθές καθαυτές, ανεξάρτητα από το καλό που μπορεί να επιφέρουν, γιατί συνιστούν αρετές χωριστών μερών της ψυχής…» Η σοφία επίσης θεωρείται ανώτερη από τη φρόνηση, καθόσον η αξία της φρόνησης έγκειται στο ότι συντελεί στην κατάκτηση της σοφίας. Βλ. W.D. Ross, ό.π. (45), σελ. 330.

[53] Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ. VIIΙ, σελ. 549.

[54] «…Πράγματι, ο γενναιόδωρος χρειάζεται πολλά χρήματα για να μπορεί ν’ ασκεί τη γενναιοδωρία του, ο δίκαιος για ν’ ανταποδίδει τα όσα παίρνει…». Βλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36) κεφ. VIII, σελ. 551.

[55] «…ώστε η δράση του θεού, ανώτερη σχετικά με την με την ευδαιμονία και τη μακαριότητα, θα είναι η διανόηση…». Βλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36) κεφ. VIII, σελ. 553.

[56] Πρβλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36) κεφ. VIII, σελ.551-553.

[57] «…αλλά οφείλουμε, στο μέτρο του δυνατού, να γινόμαστε αθάνατοι και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, να ζούμε τη ζωή μας, σύμφωνα με το πιο πολύτιμο μέρος του εαυτού μας…»Βλ. Αριστοτέλους, ό.π. (36), κεφ. VII, σελ. 549. «…Ως πνευματικό ον ο άνθρωπος βρίσκεται στην ίδια βαθμίδα με τον θεό. ……Έτσι υπεισέρχεται ένα υπερβατικό, μεταφυσικό στοιχεί στην ηθική και πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη…» Βλ. Wolfgang Kullmann,  Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, μτφρ. Α. Ρεγκάκος, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996, σελ. 100.

[58] Ο Αριστοτέλης δεν παραμέλησε το υπερβατικό, αλλά διευθέτησε όλα τα φιλοσοφικά δόγματα ανάλογα με τη σημασία τους, στις βαθμίδες μιας πυραμίδας, στην κορυφή της οποία τοποθέτησε τη μεταφυσική, συνεπώς τον θεό. Η αλήθεια είναι ότι, ότι όπως μας λέει και ο Τζοβάνι Ρεάλε, ο Πλάτωνας εκτός από φιλόσοφος ήταν και μυστικιστής, ενώ ο Αριστοτέλης ήταν και επιστήμονας. Πρβλ. Τζοβάνι Ρεάλε, Storia della filosofia antica, τ. II: Platone Aristotele, σ. 257, Vita e pensiero, Μιλάνο 1983 (4), στο Λουτσιάνο ντε Κρεσέντο, ό.π. (1), σελ. 383.

[59] Ο Πλάτων δίνει έμφαση στην αγωγή και στη διανοητική άσκηση. Ο Αριστοτέλης διαχώρισε την ηθική αρετή από τη φιλοσοφική σοφία και την έκανε στόχο μιας μορφής ζωής.  Όταν έγραφε το 8ο βιβλίο των Πολιτικών, επικρατούσε μια σύγχυση σχετικά με το αν στην αγωγή των νέων έπρεπε να δίνεται προτεραιότητα στην άσκηση της διάνοιας ή στην άσκηση δύναμης του χαρακτήρα. Πρβλ. I. During,  Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τομ. Β’, μτφρ. Α. Γεωργίου Κατσιβέλα, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 255.

[60] Ο φιλόσοφος του Πλάτωνα, προσανατολίζεται στην αναζήτησης της επιστήμης του αγαθού, χωρίς να επιμένει στην ιδιάζουσα σύσταση και τα όρια της ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης θέτει αυτή τη φύση στο κέντρο του ενδιαφέροντός του. Ηθική σημαίνει γι’ αυτόν ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξεδιπλώσει την έμφυτη ικανότητά του στον τελειότερο δυνατό βαθμό. Γιατί ο άνθρωπος είναι πνεύμα και σώμα, και έχει πάντοτε ανάγκη την κοινωνία των ομοίων του. Πρβλ. Ολόφ Ζιγκόν, Βασικά προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδόσεις Γνώσει, Αθήνα 1991, σελ. 284.