-όπουλος και -ίδης

                                                               

Στα χρόνια της Αθωότητας, ο ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ήταν μεγαλομπακάλικο της οδού Σταδίου, ήταν βιτρίνα με αξέχαστα τυριά και όνομα που θύμιζε περισσότερο το ‘’πουλί ενός βασιλιά’’ και λιγότερο «το παιδί κάποιου Βασίλη». Όταν ρωτούσαν το μπακάλικο τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις απαντούσε αγγλικά με τη λέξη ’’SUPERMARKET’’. Την ίδια εποχή ο ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ -που ελάχιστα θύμιζε «το παιδί κάποιου Μαρίνου»- ήταν φαρμακείο κοντά στην Ομόνοια,  χωρίς, εννοείται, τυριά και σαλάμια, το οποίο, αν το ρωτούσες για το μέλλον, σου δινε την ίδια απάντηση.

Για το κουκακιωτόπουλο του τότε, όλα τα ονόματα σε –όπουλος, είχαν μια αίγλη διαφορετική από τα υπόλοιπα. Άλλο να σε λένε Ασημακόπουλο, Γεωργόπουλο, Θεοδωρόπουλο και Αθανασόπουλο κι άλλο να σε λένε Γκινοσάτη, Κασσέτα, Στριλιγγά, Ποδαρά ή Κεφάλα. Το νεαρό κουκακιωτόπουλο είχε προσέξει ότι οι –όπουλοι ήταν η μεγαλύτερη δύναμη στους καταλόγους των συμμαθητών του και ο μόνος ευκαταφρόνητος αντίπαλος ήταν η ομάδα των σε –ίδης που καμιά φορά κυκλοφορούσε και ως –ιάδης. Και είχε επίσης προσέξει ότι οι περισσότεροι από τους συμμαθητές που φέραν επώνυμα όπως Κωνσταντινίδης, Ιωαννίδης, Μιχαηλίδης, Γεωργιάδης και Νικολαΐδης είχαν παππούδες από χαμένες πατρίδες –Αϊβαλί, Προύσα, Πόλη, Κορδελιό- όπως εξάλλου και ο δικός του ο αεκτζής παππούς Σπύρος λεγόταν Δαλακλίδης. Κι όπως είχε ακούσει ότι οι –όπουλοι έχουν κάποια σχέση με  Πελοπόννησο,  έκανε με τη φαντασία του διάφορα παιχνίδια πολέμου βάζοντας τον Παυλίδη που χε ανέκαθεν γεύση σοκολάτας εναντίον του σεβάσμιου Παυλόπουλου και τον κάθε Παρασκευόπουλο σε πετροπόλεμο με τον άγνωστο τότε Παρασκευαΐδη – τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις; το όνειρό μου είναι ’’Αρχιεπίσκοπος’’- τον χασογκόλη Αντωνιάδη εναντίον του  ηθοποιού Αντωνόπουλου και τον Πετρίδη του ραδιοφώνου να παλεύει με τον  Πετρόπουλο τον γείτονα με την πολύ ωραία κόρη. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ο φανταστικός αυτός πόλεμος δεν μπορούσε να συνεχιστεί γιατί δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιοι θα είναι οι ΚΑΛΟΙ και ποιοι οι ΚΑΚΟΙ.

    Όταν μεγάλωσε έμαθε ότι για να δημιουργήσει κανείς νησίδες τάξης σε ένα αρχικό χάος όπως αυτό των ελληνικών επωνύμων χρειάζεται να επινοήσει έννοιες. Αυτό δηλαδή που έκανε τη φιλοσοφία να γίνει φιλοσοφία και τη θυγατέρα φυσική να γίνει φυσική. Επινόησε λοιπόν για τα επώνυμα τις έννοιες πατρωνυμικά (ΣΠΥΡΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ),  πατριδωνυμικά  (ΓΕΡΜΑΝΟΣ, ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΣ, ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ,  ΤΡΙΚΑΛΙΝΟΣ, ΕΓΓΛΕΖΟΣ, ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣ) επαγγελματικά (ΨΩΜΑΣ, ΡΑΠΤΗΣ, ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, ΥΦΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΑΛΕΥΡΑΣ, ΜΠΑΚΑΛΑΚΟΣ, ΜΥΛΩΝΑΣ, ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ) και παρατσούκλια-παρωνύμια (ΚΑΡΑΦΛΑΣ, ΔΟΝΤΑΣ, ΜΥΤΑΡΑΣ, ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ, ΑΓΓΟΥΡΑΚΗΣ) τα περισσότερα  από τα οποία είναι δύσκολο να ετυμολογηθούν.