Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας

 

ΞΕΧΝΑΣ τα ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΑ;
 

 

 


 

Με κατασκοπεύω. Έχω ήδη κλείσει πίσω μου την πόρτα της λυκειακής αίθουσας. Είμαι τώρα πια ο ένας και απέναντί μου οι «άλλοι» οι εικοσιτόσοι. Μέσα στο αόρατο βαλιτσάκι μεταφέρω τις έμμονες ιδέες μου, την ανάγκη μου να επικοινωνήσω, τα προσωπικά μου κριτήρια αξιολόγησης, την άγνοιά μου πάνω σ’ ένα σωρό ζητήματα και στο βάθος της βαλίτσας, κάτω από τον διπλό πάτο, το πελώριο ΕΓΩ μου καταχωνιασμένο, όσο είναι δυνατόν.

 

Νιώθω ασφαλέστερα τις ώρες που λειτουργώ αυταρχικά. Εκείνες τις ώρες το καταχωνιασμένο ΕΓΩ μου με συμπολιτεύεται. Υπάρχουν όμως και «κάποιοι» -εγκατεστημένοι στα υπόγεια της Συνείδησης- που συνήθως μου ασκούν κριτική. Και κάθε φορά που αφήνω να αναβρύσει η αυταρχικότητά μου, η εσωτερική μου αντιπολίτευση έχει ήδη κατεβάσει τις τροπολογίες της.

Στη σχετική «συνεδρίαση» συμμετέχουν, με δικαίωμα λόγου, ΟΙ ΕΝΑ ΣΩΡΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΥΠΗΡΞΑ ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΟΙ ΝΑ ΣΥΣΤΕΓΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ Σ’ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΤΩΡΑ.

Ορισμένοι επικρατούν.

Ένας άνθρωπος έντεκα χρονών, κάτοικος παραδείσου, ποδοσφαιριστής μικρών δυνατοτήτων και καλαθοσφαιριστής χειρότερος, ο οποίος τρομάζει με τον πελωρίων διαστάσεων δάσκαλό του που χρησιμοποιεί την ενός τετραγωνικού μέτρου παλάμη του για να συνετίζει τους ατακτούντες και τους «διαφορετικούς».

Ένας άλλος, δεκάξι περίπου ετών, λάτρης του θερινού σινεμά, που μπορεί και αναγνωρίζει στον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό την Κασσιόπη και τον Ωρίωνα, ενώ τα πρωινά νιώθει να αδικείται από τον μαθηματικό του σχολείου του και θέλει να εξεγερθεί εναντίον του, θέλει να γράψει στον τοίχο του σχολείου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν το τολμάει.

Είναι κι ένας ακόμα. Ένας άνθρωπος-πτυχιούχος της Φυσικομαθηματικής, γοητευμένους από τους ελλαδικούς υδροβιότοπους, που μόλις έχει βγει από τον παραλογισμό της στρατιωτικής θητείας  κι έχει αρχίσει να ψάχνει για μια θέση καθηγητή σε Γυμνάσιο, με σκοπό να κάνει την επανάστασή του στο εσωτερικό του υπαρκτού θεσμού ‘’σχολείο’’.

Όλοι αυτοί κι ένα σωρό άλλοι, ολοζώντανοι, συνεδριάζουν και με αντιπολιτεύονται κάθε φορά που συμπεριφέρομαι χωρίς να σέβομαι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των ανθρώπων-μαθητών μου, κάθε φορά που είμαι έτοιμος να τους ειρωνευτώ ή να τους αδικήσω.

Ο νεαρός πτυχιούχος που θέλει να αλλάξει τον Κόσμο με επικρίνει την ώρα που βαθμολογώ και μου προσάπτει ότι «την  Αριθμητική με την οποία μετρώ τα πράγματα κοντεύω να την θεωρήσω πολυτιμότερη από τα ίδια τα πράγματα». Όσο για τον δεκαεξάχρονο, αυτός είναι ακόμα πιο αυστηρός μαζί μου. «Πώς ξεχνάς τα εφηβικά σου χρόνια;» μου λέει. «Γιατί κάνεις πως δεν θυμάσαι τις εσωτερικές σου εξεγέρσεις, τότε που ένιωθες να σου

 

 

 

 

                                 

 

 

καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματά σου ΚΙ ΕΣΦΙΓΓΕΣ ΤΙΣ ΓΡΟΘΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΣΦΙΓΓΕΣ, ΤΙΣ ΕΣΦΙΓΓΕΣ, ΤΙΣ ΕΣΦΙΓΓΕΣ, ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΕΦΤΙΑΧΝΑΝ ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΑ ΣΤΟ ΣΑΡΚΩΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΠΑΛΑΜΗΣ; . . . ΞΕΧΝΑΣ ΤΑ ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΑ;»