ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ Κ. ΧΑΡΙΤΙΔΗΣ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΙΕΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΗ
ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΣΥΝΑΞΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
 

Οι Έξι Αυγές

Αλέξανδρου Καλόμοιρου

Θέμα: Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας ξεναγεί βήμα προς βήμα τον αναγνώστη στην περιγραφή της δημιουργίας του κόσμου όπως αυτή περιγράφεται στην Εξαήμερο της Παλαιάς Διαθήκης και ερμηνεύεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι άγνωστη στους πολλούς, το σύμπαν προέρχεται από έναν “σπόρο”. Τα άστρα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, είμαστε βλαστοί που φύτρωσαν από τον ίδιο αρχικό σπόρο. Αναπτυχθήκαμε κι εμφανιστήκαμε το κάθε πλάσμα με τη σειρά του, όπως στο δένδρο τα κλαδιά, τα φύλλα και οι καρποί. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα κεφάλαια περί της ανθρωπολογίας, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Εκεί καταγράφεται με συντομία, η ορθόδοξη διδασκαλία για τον άνθρωπο, τη δημιουργία του και τον απώτερο προορισμό του.


Γένεσις, Κεφάλαιο α΄

Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν. Η δε γή ήν αόρατος και ακατασκεύαστος, και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. 3 Και είπεν ο Θεός^ γεννηθήτω φώς^ και εγένετο φώς. 4 και είδεν ο Θεός το φώς, ότι καλόν^ και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. 5 και εκάλεσεν ο Θεός το φώς ημέραν και το σκότος εκάλεσεν νύκτα. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ ημέρα μία.

6 Και είπεν ο Θεός^ γεννηθήτω στερέωμα εν μέσω του ύδατος και έστω διαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. και εγένετο ούτως. 7 και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα, και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του ύδατος ό ήν υποκάτω του στερεώματος, και αναμέσον του ύδατος του επάνω στού στερεώματος. 8 και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα ουρανόν. και είδεν ο Θεός ότι καλόν, και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα δευτέρα.

9 Και είπεν ο Θεός^ συναχθήτω το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά. και εγένετο ούτως. και συνήχθη το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις τάς συναγωγάς αυτών, και ώφθη η ξηρά. 10 και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν γήν και τα συστήματα των υδάτων εκάλεσε θαλάσσας. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. 11 και είπεν ο Θεός^ βλαστησάτω η γή βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ού το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γής. και εγένετο ούτως. 12 και εξήνεγκεν η γή βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ού το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γής. 13 και είδεν ο Θεός ότι καλόν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα τρίτη.

14 Και είπεν ο Θεός^ γεννηθήτωσαν φωστήρες εν τω στερεώματι του ουρανού εις φαύσιν επί της γής, του διαχωρίζειν ανά μέσον της ημέρας και ανά μέσον της νυκτός^ και έστωσαν εις σημεία και εις καιρούς και εις ημέρας και εις ενιαυτούς^ 15 και έστωσαν εις φαύσιν εν τω στερεώματι του ουρανού, ώστε φαίνειν επί της γής. και εγένετο ούτως. 16 και εποίησεν ο Θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μέγαν εις αρχάς της ημέρας και τον φωστήρα τον ελάσσω εις αρχάς της νυκτός, και τους αστέρας. 17 και έθετο αυτούς ο Θεός εν τω στερεώματι του ουρανού, ώστε φαίνειν επί της γής 18 και άρχειν της ημέρας και της νυκτός και διαχωρίζειν ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. 19 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα τετάρτη.

20 Και είπεν ο Θεός^ εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και πετεινά πετόμενα επί της γής κατά το στερέωμα του ορανού. και εγένετο ούτως. 21 και εποίησεν ο Θεός τα κήτη τα μεγάλα και πάσαν ψυχήν ζώων ερπετών, ά εξήγαγε τα ύδατα κατά γένη αυτών, και πάν πετεινόν πτερωτόν κατά γένος. και είδεν ο Θεός, ότι καλά. 22 και ευλόγησεν αυτά ο Θεός, λέγων^ αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τα ύδατα εν ταίς θαλάσσαις, και τα πετεινά πληθυνέσθωσαν επί της γής. 23 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα πέμπτη.

24 Και είπεν ο Θεός^ εξαγαγέτω η γή ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα και ερπετά και θηρία της γής κατά γένος. και εγένετο ούτως. 25 και εποίησεν ο Θεός τα θηρία της γής κατά γένος, και τα κτήνη κατά γένος αυτών και πάντα τα ερπετά της γής κατά γένος αυτών. και είδεν ο Θεός, ότι καλά.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ο ΚΟΣΜΟΣ

α΄ - Γένεσις

Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, η “Γένεσις”, χωρίζεται σε δύο ενότητες, πολύ άνισες μεταξύ τους ως πρός την έκταση. Η πρώτη ενότητα είναι η ιστορία της δημιουργίας. Η δεύτερη ενότητα είναι η ιστορία των Πατριαρχών.

Επειδή η πρώτη ενότητα διηγείται τα όσα έγιναν στις έξι ημέρες της δημιουργίας, είναι γνωστή με το όνομα “εξαήμερος”. Εκτείνεται από την αρχή του βιβλίου μέχρι και τον τρίτο στίχο του β΄ κεφαλαίου. Περιγράφει συνοπτικά, αλλά με απόλυτη ακρίβεια, τις έξι βαθμίδες ανάπτυξης της δημιουργίας μέσα στό χρόνο. Το μυστικό νόημα των έξι ημερών ολοκληρώνεται στό μυστήριο της έβδομης ημέρας, που επισφραγίζει την εξαήμερο.

Είναι αδύνατο να καταλάβουμε την Αγία Γραφή σωστά αν δεν συνειδητοποιήσουμε το διαφορετικό αντικείμενο της εξαημέρου από το υπόλοιπο βιβλίο της Γενέσεως. Από τον τέταρτο στίχο του β΄ κεφαλαίου και μετά, η Γένεσις διηγείται μια άλλη ιστορία, διαφορετική από την ιστορία της δημιουργίας. Μετά από μία συνοπτική αναφορά στη δημιουργία, στους στίχους 4 και 5, μια νύξη γιά το Πνεύμα το Άγιο, που σαν πηγή ζωής ποτίζει όλο το πρόσωπο της γής, στό στίχο 6, και μια επιγραμματική οντολογική περιγραφή του ανθρώπου, αρχίζει η περί Παραδείσου διήγηση.

Ο Παράδεισος είναι σαφώς εντοπισμένος. “Και ενεφύτευσεν ο Θεός Παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς” (Γεν. β΄ 8). Ο δε άνθρωπος, τον οποίο έβαλε ο Θεός μέσα στον Παράδεισο “εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν” (β΄ 15), έχει τώρα όνομα, ονομάζεται Αδάμ. “Και έβαλε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον όν έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν. Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ...” (β΄ 15-16).

Η δεύτερη, λοιπόν, ενότητα του βιβλίου της Γενέσεως αρχίζει μια διήγηση γιά ένα συγκεκριμένο ευλογημένο και αγιασμένο τόπο και ένα συγκεκριμένο και επώνυμο ζεύγος ανθρώπων. Αντίθετα, στη διήγηση της εξαημέρου, που προηγήθηκε, η Γένεσις μιλάει γιά τη δημιουργία του σύμπαντος, της γής, των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων. Εκεί, μνεία του Αδάμ και της Εύας δεν υπάρχει καμία. Η εξαήμερος μας διηγείται μια γενικότερη ιστορία. Μετά την εξαήμερο, όμως, αρχίζει μια άλλη, μια ειδικότερη ιστορία, η ιστορία των ανθρώπων που γνώρισαν το Θεό και μίλησαν μαζί Του, η ιστορία του Ισραήλ. Ο Παράδεισος είναι η προτύπωση της Βασιλείας του Θεού, ο δε Αδάμ είναι ο πρώτος Πατριάρχης του Ισραήλ, που είναι ο λαός εκείνος στον οποίο είναι γνωστός ο Θεός.

Αν δεν συνειδητοποιήσουμε τη διαφορά του αντικειμένου των δύο διηγήσεων και θεωρήσουμε τη μία σά συνέχεια της άλλης θά πέσουμε σε σύγχυση. Η εξαήμερος είναι το γενικότερο πλαίσιο γιά την καθ’ αυτό διήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, που είναι η εξιστόρηση της γνωριμίας των ανθρώπων με το Θεό.

Γένεσις καλείται το βιβλίο όχι μόνο γιατί διηγείται τη δημιουργία, αλλά κυρίως γιατί διηγείται τη γένεση της εκκλησίας του Χριστού, την εν χρόνω γένεση της Βασιλείας του Θεού, που αρχίζει με τον Παράδεισο, τον Αδάμ και την Εύα.

 

β΄ - Η γένεση της Εκκλησίας

Συνηθισμένο, αλλά, βασικό σφάλμα των σημερινών χριστιανών είναι ότι νομίζουν πώς η εκκλησία του Χριστού ήταν ανύπαρκτη πρό Χριστού. Αφού η Χάρις και η Αλήθεια, λέγουν, ήλθε διά Ιησού Χριστού (Ιω. α΄ 17), άρα ήταν ανύπαρκτη πρό αυτού.

Εν τούτοις, θεμέλιο της πίστεώς μας είναι ότι το Θεό τον γνωρίσαμε μόνον επειδή σαρκώθηκε ο Υιός και Λόγος Του. Δεν υπήρξε ποτέ καμία άλλη δυνατότητα γνωριμίας με το Θεό. Τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, οι άνθρωποι γνώρισαν το ίδιο Θείο Πρόσωπο, το Θεό Λόγο σαρκωθέντα, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.

Αυτή τη μυστική πραγματικότητα της παρουσίας του αναστάντος Χριστού σ’ ολόκληρη την ιστορία, που ήταν από ανέκαθεν κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, την ξεχάσαμε εμείς οι σύγχρονοι χριστιανοί, παρ’ όλον ότι μας την υπενθυμίζουν συνεχώς η υμνολογία της Εκκλησίας και τα συγγράμματα των Πατέρων. Απλά κείμενα κατάντησαν ακατανόητα στη γενιά μας. Παράδειγμα, το λαοφιλές τροπάριο της Κασσιανής: “Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας”, λέγει “η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή”, “ών εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη”. Τι πιο φυσικό γιά τους πρό ημών Χριστιανούς; Η αμαρτωλή γυναίκα σκουπίζει με τα μαλλιά της τα πόδια του Χριστού και τα βρέχει με δάκρυα, αυτά τα ίδια πόδια, που όταν τα άκουσε η Εύα να περπατούν στον Παράδεισο μετά την παρακοή της, κρύφθηκε από το φόβο της.

Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης με τον οποίο μίλησε ο Αδάμ, οι Πατριάρχες και προφήτες του Ισραήλ δεν είναι άλλος από τον Υιό της Παρθένου που “εσκήνωσεν εν ημίν” (Ιω. Α΄, α΄ 14) και τον οποίο “και ακηκόαμεν και εωράκαμεν και αι χείρες ημών εψηλάφησαν” (Ιω. Α΄, α΄ Ι). Οι εμφανίσεις του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού στους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης είναι της ίδιας φύσεως με όλες τις εμφανίσεις του Χριστού στους μαθητές και τις μαθήτριες Του μετά την ανάστασή Του. Οι συναντήσεις αυτές των Πατριαρχών, των Προφητών, των Αποστόλων, των Μυροφόρων με τον Αναστάντα Χριστό είναι επικοινωνία μυστική της φθαρτής ανθρώπινης φύσης με την άφθαρτη, με την ανθρώπινη φύση που ανέλαβε και αφθάρτησε ο Υιός του Θεού. Είναι συναντήσεις με το Θείο Πρόσωπο του Λόγου στην ανθρώπινη φύση του, αφού τη Θεία φύση του Λόγου είναι αδύνατο να την πλησιάσει ο άνθρωπος. Πρόκειται γιά συναντήσεις με την αναστημένη φύση του Χριστού, την αιώνια, με την οποία βγήκε από τον τάφο και αναλήφθηκε στους ουρανούς και όχι την πρόσκαιρη, με την οποία περπάτησε ανάμεσά μας. Είναι επικοινωνία, τέλος, με τη Θεία Ενέργεια που φωτίζει, οδηγεί και αγιάζει.

Πώς τον έβλεπαν και μιλούσαν μαζί Του άνθρωποι που έζησαν πρίν από την ιστορική Του Σάρκωση και Ανάσταση είναι, βέβαια, γιά μας τους ανθρώπους κάτι το ακατανόητο. Εμείς τα κτίσματα είμαστε δεσμευμένα από τη ροή του χρόνου και δυσκολευόμαστε πολύ να καταλάβουμε ότι ο Κτίστης και Θεός μας δε ζεί μέσα στό χρόνο και δεν διέπεται από αυτόν. Ο χρόνος είναι διάσταση της κτίσεως. Ο Θεός, όμως, είναι ο Κτίστης και Δημιουργός της κτίσεως και επομένως του χρόνου. Οι νόμοι και οι διαστάσεις της κτίσεως δεσμεύουν και διέπουν εμάς τα κτίσματα, όχι όμως και τον Κτίστη και Δημιουργό μας. Ο Θεός είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος από την κτίση Του.

Αλλά και ο χρόνος της αναστημένης φύσης μας, έχει τους δικούς του νόμους και τη δική του υφή, όπως και ολόκληρη η αναστημένη φύση, καθώς δικούς της νόμους, δική της υφή και δικό της χρόνο έχει και η φύση των αγγέλων. Εμείς που ζούμε στην κατάσταση της φθοράς είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το χρόνο της άφθαρτης και αναστημένης κτίσης. Θά τον γευτούμε μόνον μετά την ανάσταση των νεκρών, όταν ο χρόνος που ξέρουμε τώρα “ουκ έσται έτι”.

Δεν πρέπει λοιπόν να φαίνεται τόσο παράδοξο το ότι η Γένεσις διηγείται τη γένεση της Εκκλησίας. Άνθρωποι του Θεού ήταν και οι της Παλαιάς και οι της Καινής Διαθήκης. Το Πνεύμα το Άγιο τους φώτιζε όλους και τους κινούσε. Αυτό έκανε τις ψυχές τους ψυχές πιστών ανθρώπων, που είχαν γνώση του Θεού και κοινωνία μαζί Του. Οι της Παλαιάς Διαθήκης περίμεναν την πρώτη έλευση του Χριστού, οι της Καινής Διαθήκης περιμένουν τη δεύτερη. Και οι της Παλαιάς και οι της Καινής περιμένουν, αλλά και προγεύονται μερικώς την ίδια αιώνια Βασιλεία. Με περισσότερη, βέβαια, γνώση και εμπειρία οι δεύτεροι περιμένουμε να ξανάρθει εν Δόξει στη Δευτέρα Του Παρουσία και να κάνει “καινά τα πάντα”. Όλοι του Ιησού Χριστού είμαστε Σώμα Χριστού μυστικό. Όλοι “οι εκ πίστεως ευλογούνται σύν τω πιστώ Αβραάμ” (Γαλ. γ΄ 9), παλαιοί και νέοι. Όλοι είμαστε σπέρμα Αβραάμ, “ός εστί Χριστός” (Γαλ. γ΄ 16).

Λέγει ο άγιος Κάλλιστος ο Πατριάρχης: “ορώ θαυμασίως τελεσθέν το τω Αβραάμ πάλαι υπισχνούμενον παρά του σαρκωθέντος Λόγου, λέγοντος περιφανώς^ πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης... Το πληθυνθέν ούτω σπέρμα του Αβραάμ, ο Κύριος Ιησούς εστίν, υπερπλήρης ών μόνος διά την ένωσιν της Θεότητος και γε την ενέργειαν... γένος Αβραάμ και εξ’ αυτού διαρρήδην καταγόμενος” (Φιλοκ. Δ΄ σ. 322).

 

γ΄ - Εξαήμερος

Σκοπός του μικρού τούτου πονήματος δεν είναι να ασχοληθεί με ολόκληρο το βιβλίο της Γενέσεως, ούτε να μετρήσει τα άστρα του μυστικού στερεώματος της Αγίας Γραφής. Η προσοχή μας θά επικεντρωθεί μόνο στην Εξαήμερο, την ιστορία της δημιουργίας, και αυτό με μία και μόνη επιδίωξη: να βοηθήσουμε να διαλυθούν οι παρανοήσεις που επισώρευσε η άγνοια σε καίρια σημεία της.

Είναι στοιχειώδες καθήκον μας πρός την αλήθεια να ομολογήσουμε ότι κάθε άλλο παρά καθαρά βλέπουμε και καταλαβαίνουμε, όταν διαβάζουμε τις λίγες αλλά τόσο περιεκτικές γραμμές του πρώτου φύλλου της Αγίας Γραφής, και ότι οι προσχηματισμένες εντυπώσεις μας και οι προκαταλήψεις που επικρατούν κάθε άλλο παρά μας βοηθούν.

Εμείς οι ορθόδοξοι Χριστιανοί ξέρουμε ότι η Αγία Γραφή είναι η γραπτή Παράδοση της Εκκλησίας. Την Παράδοση, λοιπόν, της Εκκλησίας μόνο με την Παράδοση της Εκκλησίας μπορούμε να τη μελετήσουμε, να την ερευνήσουμε, κατά την εντολή που έχουμε από τον Κύριο, και να την κατανοήσουμε ορθά. Μόνο η Εκκλησία είναι αλάνθαστη και μόνο μέσα στην Εκκλησία θά δούμε φώς. Και τα στόματα της Εκκλησίας είναι οι άγιοι Πατέρες της, κατά την ομόφωνη διδασκαλία τους.

Μ’ αυτές και μόνο τις προϋποθέσεις αρχίζουμε τη δύσκολη πορεία μέσα στον παράδεισο της Αγίας Γραφής. Η πορεία είναι επικίνδυνη, γιατί παραμονεύει ο όφις που μας συμβουλεύει να ακουμπήσουμε στην ανθρώπινη γνώση, υποσχόμενος ότι “διανοιχθήσονται υμώς οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί”. Εμείς, όμως, ξέρουμε ότι είμαστε πράγματι καλεσμένοι από το Δημιουργό μας να γίνουμε κάτι που το παίρνουμε με δική μας δύναμη και πρωτοβουλία, αλλά είναι δώρο του σαρκωθέντος Θεού. Γι’ αυτό και δε στηριζόμαστε στα δικά μας δεκανίκια και την ανθρώπινη σοφία, αλλά καταφεύγουμε στα όσα εδίδαξαν “άγιοι του Θεού άνθρωποι”, κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος και δούλοι γνήσιοι του Χριστού.

Αυτό δε σημαίνει καθόλου κάποια αντίθεση με την ανθρώπινη επιστήμη, που είναι δώρο Θεού. “Αυτός έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού” (Σειράχ λη΄ 6). Σημαίνει, όμως, αντίθεση με την ανθρώπινη σοφία, που είναι η υπερήφανη εμπιστοσύνη στό ανθρώπινο μυαλό. Επιστήμη είναι η γνώση των πραγμάτων όσο αυτό είναι δυνατό στον άνθρωπο. Η ανθρώπινη σοφία, όμως, είναι η γεμάτη οίηση εντύπωση ότι ερμηνεύσαμε και εξηγήσαμε τα γεγονότα και τα πράγματα, εντύπωση που κάθε τόσο αποδεικνύεται ψεύτικη, χωρίς όμως να συνετίζεται ο υπερφίαλος άνθρωπος.

Οι εμπειρίες από τη μελέτη της κτίσεως και οι γνώσεις που επισωρεύθηκαν τους τελευταίους αιώνες δεν μπορούν από μόνες τους να φωτίσουν τον άνθρωπο, ώστε να δεί σωστά. Οι γνώσεις χρειάζονται ερμηνευτή. Γι’ αυτό και ο κάθε άνρθωπος βρίσκεται μπροστά στό δίλημμα: ποιόν ερμηνευτή να διαλέξει, την ανθρώπινη ή την κατά Θεός σοφία;

Άς διαλέξουμε την κατά Θεόν σοφία που δεν απογοητεύει ποτέ τον άνθρωπο.

Όποιος μελετήσει και καταλάβει σωστά την Εξαήμερο, με τη βοήθεια της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, θά δεί ότι όλα τα μυστήρια της κτίσεως φωτίζονται με μοναδικό τρόπο και οι γνώσεις της επιστήμης παίρνουν τη μόνη ερμηνεία που επιδέχονται. Ο Κύριος έδωσε το χέρι Του σ’ εμάς τους φτωχούς και αδύνατους ανθρώπους. Άς απλώσουμε κι εμείς το χέρι μας κι άς κρατήσουμε γερά το δικό Του. Το αποτέλεσμα θά είναι η εμπειρία του φωτός.

 

δ΄ - Ο “σπόρος” του σύμπαντος

Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας που ασχολήθηκαν με τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, το σύμπαν προέρχεται από ένα “σπόρο”. Τα άστρα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι είμαστε βλαστοί που φύτρωσαν από τον ίδιο αρχικό σπόρο. Αυτή η ελάχιστη πρώτη ύλη και ενέργεια είχε μέσα της τις θείες καταβολές των πάντων.

Όπως οι καταβολές ολόκληρου του δένδρου υπάρχουν στό σπόρο του, όταν ακόμη το δένδρο δεν υπάρχει, έτσι και οι καταβολές του σύμπαντος υπήρχαν στον αρχικό σπόρο του, όταν το σύμπαν ακόμη δεν υπήρχε. Και, όπως ο σπόρος του δένδρου δίνει πρώτα ένα μικρό βλαστό, που μεγαλώνει και διακλαδίζεται και επεκτείνεται και υψώνεται, έτσι και ο “σπόρος” του σύμπαντος. Αναπτυχθήκαμε και εμφανισθήκαμε, το κάθε πλάσμα με τη σειρά του, όπως στό δένδρο ο κορμός, τα κλαδιά, τα φύλλα και οι καρποί. Όλα, όμως, υπήρχαν σπερματικά από την αρχή. “Τα πάντα υπήρχαν στην πτώτη του Θεού γιά τη δημιουργία κίνηση, σαν κάποια σπερματική δύναμη που κατατέθηκε γιά τη γένεση του παντός, όμως τα καθ’ έκαστον όντα δεν υπήρχαν ακόμη ενεργείΆα”, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος.

Εφ’ όσον, λοιπόν, όλα τα υλικά δημιουργήματα προερχόμαστε από τον ίδιο και μοναδικό “σπόρο”, που η δύναμη του Θεού εποίησε, έχουμε μεταξύ μας φυσική συγγένεια.

Ο Θεός θέλησε να δημιουργήσει τον κόσμο με τη μέθοδο των σπόρων. Αυτό φαίνεται καθαρά στα φυτά και στα ζώα, που όλα προέρχονται από σπόρους που περιέχουν μέσα τους τις καταβολές όλου του φυτού ή όλου του ζώου, πρίν ακόμη αυτό αναπτυχθεί. Από το σπόρο κάθε έμβριο όν αναπτύσσεται σιγά σιγά και προοδευτικά. Με τον ίδιο τρόπο και ολόκληρο το σύμπαν, και τα καθ’ έκαστον όντα μέσα σ’ αυτό, αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε από μία αρχική Θεία καταβολή, που περιείχε μέσα της σπερματικά όλα όσα δημιουργήθηκαν σύν τω χρόνω.

Αυτή είναι η μέθοδος του Θεού και είναι παγκόσμια. “Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού”. Εικόνες του αρχικού σπόρου του σύμπαντος είναι όλοι οι άλλοι σπόροι των φυτών, των ζώων, των ανθρώπων. Η δημιουργική και συνεκτική ενέργεια του Θεού θέλησε να βάλει τους “γόνους” του σύμπαντος και όλων των καθ’ έκαστον δημιουργημάτων στην πρώτη αρχή. “Εν αρχή”. Ο ουρανός και η γή και όλα όσα έδωσε η γή βρίσκονταν δυνάμει σ’ αυτό τον αρχικό σπόρο, που έδωσε “εν καιρώ” όλα όσα ήρθαν στό είναι.

Αυτή η πρώτη αρχή “κοιλοπονώντας τη γέννηση των πάντων, λόγω της δυνάμεως που κατέθεσε μέσα σ’ αυτήν ο Δημιουργός, αναμένει τους κατάλληλους χρόνους γιά να φέρει στό φανερό, με τη Θεία προσταγή, όσα πρόκειται να γεννηθούν απ’ αυτήν”, λέγει ο Μέγας Βασίλειος.

Συμπληρώνει ο άγιος Γρηγόριος: “Η αθρόα των όντων καταβολή, που έγινε από την άφραστη Δύναμη του Θεού, ονομάσθηκε από τον Μωυσή “αρχή” (Γεν. α΄ Ι), δηλαδή κεφάλαιο, μέσα στην οποία είχε τη σύστασή του το πάν... Γιατί όλων των όντων τις αφορμές και τις αιτίες και τις δυνάμεις, όλες μαζί ταυτόχρονα και ακαριαία κατέθεσε ο Θεός, και μέσα στην πρώτη κίνηση του θελήματός Του βρισκόταν η ουσία του κάθε όντος, ο ουρανός, ο αιθέρας, τα άστρα, το πύρ, ο αέρας, η θάλασσα, η γή, τα ζώα και τα φυτά”.

Τα πάντα, λοιπόν, προέρχονται από την αρχή, από ένα “σπόρο” μέσα στον οποίο ο Θεός έβαλε τη γονική δύναμη που τα γέννησε, όταν ήρθε ο καιρός τους. Τα πάντα συγγενεύουν μεταξύ τους αφού έχουν κοινή καταγωγή, τον εν αρχή “σπόρο”, και είναι βλαστοί, κλαδιά, φύλλα, καρποί του ίδιου δένδρου. “Έτσι, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, έχοντας δεχθεί η ακολουθία της φύσεως την αρχή από το πρώτο πρόσταγμα, διεξέρχεται όλον τον εφεξής χρόνο, μέχρις ότου έλθει στην κοινή συντέλεια του παντός”.

Η ακολουθία της φύσεως είναι μία και ενιαία αφού έχει τη ρίζα της και την αρχή της στό πρώτο πρόσταγμα του Θεού, το περιεκτικό των πάντων. “Όπως στό σιτάρι ή σε κάποιο άλλο από τα σπέρματα περιλαμβάνεται δυνάμει ολόκληρο το στάχι... φανερώνοντας με κάποια φυσική τάξη τη δύναμη που βρίσκεται μέσα στό σπέρμα”, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος, έτσι και στην αρχή, στό “σπόρο” του σύμπαντος περιλαμβανόταν δυνάμει ολόκληρο το σύμπαν, που φανερώθηκε και αναπτύχθηκε προοδευτικά με το πέρασμα του χρόνου, όπως φανερώνεται σιγά σιγά ένα δένδρο και παίρνει την τελική του μορφή (P.G. 229C - 237C). Λοιπόν, πραγματικά, λέγει ο ίδιος άγιος, σαν από σκαλοπάτια η φύση ανεβάζει τα ιδιώματα της ζωής από τα μικρότερα πρός το τέλειο”.

Η κτιστή φύση είναι κάτι το τρεπτό, μόνον η Θεία φύση είναι άτρεπτη και σταθερή. “Τέτοια είναι η φύση των κτισμάτων, ή αυξάνεται ή φθίνει, δεν έχει τίποτε το σταθερό και στάσιμο”, λέγει ο άγιος Βασίλειος. Η κτιστή φύση, λέγει και ο άγιος Γρηγόριος, “είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς αλλοίωση”. Έτσι, λοιπόν, η δημιουργία της φύσεως, ξεκινώντας από τον απειροελάχιστο και περιεκτικό του Θείου προστάγματος πρωταρχικό “σπόρο” του σύμπαντος, αναπτύχθηκε σιγά και προοδευτικά “από των μικροτέρων επί το τέλειον” και φανερώθηκε “καθάπερ διά βαθμών”, ανεβαίνοντας την κλίμακα από τα κατώτερα πρός τα τελειότερα δημιουργήματα, φανερώνοντας με τάξη “την εγκειμένην τω σπέρματι δύναμιν”.

Επειδή, λοιπόν, η δημιουργία υπήρξε μια προοδευτική ανάπτυξη του ήδη υπάρχοντος σπερματικού κόσμου, ακολούθησε μια άνοδο από το ατελές πρός το τέλειο. “Γι’ αυτό, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, ο άνθρωπος κατασκευάστηκε τελευταίος μετά τα φυτά και τα ζώα, γιατί η φύση ακολουθεί μια προϊούσα οδό πρός το τέλειο”. Και συμπληρώνει: “Τελευταίος μετά από κάθε έμψυχο, λέγει η Γραφή ότι έγινε ο άνθρωπος... γιατί βλέπει μια αναγκαία ακολουθία τάξεως, να είναι το τέλειο τελευταίο”.

 

ε΄ - Ο χρόνος

Όταν λέγει ο άγιος ότι “τα πάντα ήν εν τη πρώτη του Θεού περί την κτίσιν ορμή”, μέσα στα “πάντα” εννοεί, φυσικά, και τον χρόνο, μέσα στον οποίο τα πάντα κινούνται και αναπτύσσονται. Γιατί, ο χρόνος δεν είναι παρά μια διάσταση του σύμπαντος, μια συνάρτηση της κίνησης των καθ’ έκαστον στοιχείων του. Ο χρόνος, η μάζα, η έκταση είναι διαστάσεις του σύμπαντος. Εμείς, που είμαστε μέρος του σύμπαντος, έχουμε αυτές τις διαστάσεις σά συνάρτηση του είναι μας. Ο Θεός, όμως, ο δημιουργός του χρόνου, της μάζας και της έκτασης δεν έχει καμιά φυσική σχέση μ’ αυτά και είναι έξω απ’ όλα αυτά. Ανάμεσα στό Θεό και τη δημιουργία Του υπάρχει οντολογική άβυσσος, μια απόλυτη διάκριση. Τίποτε στη δημιουργία δεν μπορεί να συγκριθεί με το Θεό, γιατί ο Θεός είναι το απόλυτο άλλο.

Ο χρόνος, όντας μια διάσταση του σύμπαντος, άρχισε ταυτόχρονα μ’ αυτό. Ο χρόνος και το σύμπαν είναι συνδεδεμένες και αλληλοεξαρτώμενες έννοιες και πραγματικότητες. Όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος: “συμφυής επομένως με τον κόσμο και με τα ζώα του και τα φυτά του δημιουργήθηκε η ροή του χρόνου, μια ροή που συνεχώς βιάζεται να τρέξει μαζί με τον κόσμο και πουθενά δε σταματάει... Τέτοια περίπου είναι η φύση των δημιουργημάτων, η οποία οπωσδήποτε ή αυξάνεται ή ελαττώνεται, και δεν τη χαρακτηρίζει καθόλου η σταθερότης και η μονιμότης... Εν αρχή εποίησε^ δηλαδή, στην αρχή του χρόνου. Γιατί όταν λέγει ότι έγιναν “εν αρχή”, δεν εννοεί ασφαλώς ότι ο χρόνος είναι πρεσβυγενής έναντι των δημιουργημάτων”.

Ο χρόνος, στη διάρκεια του οποίου αναπτύχθηκαν όλα, είναι συστατικό του ίδιου του σύμπαντος. “Χρόνος δε εστί το συμπαρεκτεινόμενον τη συστάσει του κόσμου διάστημα” (Μεγ. Βασιλείου, P.G. 29, 560 β΄). Δεν υπάρχει σύμπαν χωρίς χρόνο και χρόνος χωρίς σύμπαν. Δεν χρειάσθηκε η δημιουργία, γιατί αυτός είναι μέρος της δημιουργίας, η τέταρτη διάστασή της. Και χρόνος σημαίνει κίνηση και ανάπτυξη. Γιά το Θεό, και το χθές και το σήμερα και το αύριο είναι εξ ίσου παρόντα, αφού εκείνος δεν διέπεται από την ροή του χρόνου, όπως εμείς.

Δεν χρειαζόταν, λοιπόν, ο Θεός το χρόνο των έξι “ημερών” γιά να τελειώσει τη δημιουργία Του. Η δημιουργία τον χρειζόταν, αφού ήταν διάστασή της, το ξεδίπλωμά της, η ανάπτυξή της. Ο αρχικός σπόρος είχε μέσα του τον χρόνο, όπως είχε και ολόκληρο το σύμπαν. Σύμπαν και χρόνος ξεδιπλώθηκαν και αναπτύχθηκαν μαζί, από τον πρωταρχικό “σπόρο” που δημιούργησε ο Θεός εκτός χρόνου.

“Δεν ήταν δύσκολο γιά το παντοδύναμο χέρι Του και την άπειρη σοφία Του να δημιουργήσει (ο Θεός) τα πάντα σε μία μέρα”, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και συνεχίζει: “Τι λέω σε μία μέρα; Ακόμη και σε μία στιγμή. Αλλά ενήργησε έτσι επειδή δεν ήταν γιά τη δικιά Του χρεία που δημιούργησε, γιατί εκείνος δεν χρειάζεται τίποτε^ αλλά έφερε στην ύπαρξη το κάθε τι εξ αιτίας της αγάπης Του γιά τον άνθρωπο και εξ αιτίας της καλωσύνης Του. Γι’ αυτό δημιουργεί λίγο λίγο, και μας δίνει μια ξεκάθαρη διδασκαλία γι’ αυτά τα συμβάντα με τη γλώσσα του ευλογημένου Προφήτη (του Μωυσή), έτσι ώστε έχοντας μάθει με ακρίβεια, να μήν έχουμε τη νοοτροπία αυτών που σκέπτονται με την ανθρώπινη λογική” (P.G. 53, 35 “Στη Γένεση ΙΙΙ”, ΑΑΠ 41, 132-133).

Τι είναι λοιπόν η “ημέρα” της Εξαημέρου; Διάσταση της κτίσεως. “Ημέρα μία ώσπερ χίλια έτη και χίλια έτη ώσπερ ημέρα μία”. “'Ωστε κάν ημέραν είπεις κάν αιώνα την αυτήν ερείς έννοιαν” (Μεγ. Βασιλείου, ΕΠΕ 4, 98).

 

στ΄ - “Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν”

“Εν αρχή εποίησεν ο Θεός” όλη την κτίση. Ο ουρανός και η γή είναι τα πάντα. Κάθε υλικό κτίσμα. Και τα πάντα, ο ουρανός και η γή, έχουν αρχή. Η κτίση όλη έχει αρχή. Δεν είναι άναρχη, όπως ο Θεός. Ήρθε στό είναι από την ανυπαρξία και η ύπαρξή της εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από το Θεό. Δεν είναι αυτοϋπάρχουσα. Υπάρχει μόνον επειδή ο Θεός θέλει να υπάρχει. Μόνον ο Θεός είναι αυτοϋπάρχων, μόνον Εκείνος είναι αυτοϋπαρξη. Είναι στό Μωϋσή ότι Αυτός είναι “Ο 'Ων”, η Ύπαρξη, η Αυτοϋπαρξη, η Πηγή της Υπάρξεως, η ίδια η Ύπαρξη. Αυτός διατηρεί τα πάντα στην ύπαρξη ελεύθερα, χωρίς καμιά ανάγκη, από την άμετρη αγάπη Του.

“Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν”. Τι σημαίνει “ουρανός”; Οπωσδήποτε δεν σημαίνει τους αγγέλους και ό,τι ονομάζουμε ουράνιες νοητές υπάρξεις, ουράνιους νόες. Όταν η Γένεση μιλά γιά τον ουρανό, εννοεί το υλικό σύμπαν: Τα άστρα, τους γαλαξίες, τα νεφελώματα και κάθε είδους ύλη στό διάστημα. Στη δεύτερη ομιλία του στη Γένεση ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: “Εν αρχή ο Θεός εποίησε τον ουρανόν και την γήν... δε λέγει τίποτε γιά τις αόρατες δυνάμεις^ δε λέγει: εν αρχή ο Θεός εποίησε τους αγγέλους ή τους αρχαγγέλους, και αυτό γίνεται σκόπιμα. Γιατί μιλούσε σε Εβραίους, που ενδιαφέρονται πάρα πολύ γιά τα παρόντα και ήταν ανίκανοι να φαντασθούν οτιδήποτε νοερό. Τους οδηγεί, από πράγματα αντιληπτά στις αισθήσεις μας, πρός το δημιουργό των όλων, έτσι ώστε μαθαίνοντας γιά τον τεχνίτη του σύμπαντος από τα δημιουργήματα, να λατρεύσουν το Δημιουργό και όχι να πορσκυνούν τα κτίσματα”.

Ο άγιος Βασίλειος, επιβεβαιώνοντας το ίδιο πράγμα, λέγει: “Καθώς φαίνεται, υπήρχε κάτι και πέρα απ’ αυτόν τον κόσμο, κάτι που μπορούμε να το καταλάβουμε κάπως, αλλά γιά το οποίο δε μας ειπώθηκε τίποτε, γιατί δεν ήταν κατάλληλο γιά αποκάλυψη σ’ αυτούς που μόλις τώρα αρχίζουν να μαθαίνουν και είναι ακόμη βρέφη στη γνώση” (Εξαήμ. 1, 5).

Έτσι, η δημιουργία των νοητών, η δημιουργία των αγγέλων αφέθηκε χωρίς να αναφερθεί. Όταν, λοιπόν, λέγει: “Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν”, αναφέρεται σ’ αυτό τον υλικό ουρανό και σ’ αυτή την υλική γή.

Μια από τις συνηθισμένες παρανοήσεις αυτών που μελετούν τη Γένεση είναι η ιδέα ότι ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα, δε δημιουργήθηκαν από την αρχή, αλλά μόνον την τέταρτη “μέρα” της δημιουργίας, όταν τα ουράνια αυτά σώματα έγιναν ορατά από την επιφάνεια της γής. Θά επιστρέψουμε στό ζήτημα αυτό αργότερα. Αυτή τη στιγμή άς συγκρατήσουμε το βασικό γεγονός ότι “ουρανός” στη Γένεση σημαίνει το υλικό σύμπαν, τον ήλιο, το φεγγάρι και τα άστρα, που δημιουργήθηκαν όλα την πρώτη “μέρα” της δημιουργίας.

“Από τα δύο άκρα (ουρανό και γή) μας κάνει νύξη γιά την ύπαρξη του παντός”, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, “δίνοντας στον μέν ουρανό τα πρεσβεία της Γενέσεως και λέγοντας ότι η γή έχει δεύτερη σειρά στην ύπαρξη. Πάντως, δε, και ό,τι υπάρχει μεταξύ των δύο έγινε και αυτό μαζί μ’ αυτά. 'Ωστε και τίποτε να μήν πεί γιά τα στοιχεία του πυρός, του ύδατος και του αέρος, εσύ, με τη σύνεση που έχεις, πρέπει να καταλαβαίνεις, ότι μαζί με τ’ άλλα βρίσκονται ανακατεμένα και τα λοιπά, και μαζί με τη γή θά βρείς και το νερό και τον αέρα και το πύρ”.

Όλα υπάρχουν ήδη την πρώτη μέρα της δημιουργίας. “Δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γή, όχι μισό από το καθένα, αλλά ολόκληρο τον ουρανό και ολόκληρη τη γή, τόσο την ουσία όσο και τη μορφή τους. Γιατί δεν είναι εφευρέτης σχημάτων ο Θεός, αλλά δημιουργός της φύσεως των όντων... Πολλά αποσιώπησε (η Γραφή) γυμνάζοντας το νού μας να δουλεύει, δίνοντάς του με λίγα την αφορμή να καταλαβαίνει και τα υπόλοιπα”, συμπληρώνει ο Μέγας Βασίλειος.

Ο ήλιος, λοιπόν, τα άστρα και το φεγγάρι υπάρχουν ήδη από την πρώτη “μέρα” της δημιουργίας, αν και αόρατα στη γή.

 

ζ΄ - “Και την γήν”

“Εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν” (α΄ Ι). Γιατί αυτή η έμφαση στη γή;

Η προοπτική του Θεού δε μοιάζει καθόλου με την προοπτική της αστρονομίας. Αυτός ο μικρός γιά τα αστρονομικά δεδομένα πλανήτης, ένα από τα μικρότερα ουράνια σώματα που υπάρχουν, είναι στην πραγματικότητα το σπουδαιότερο ουράνιο σώμα, τόσο σπουδαίο όσο και το σύμπαν ολόκληρο. Όχι τόσο γιατί είναι ο τόπος κατοικίας του ανθρώπου, όσο γιατί είναι ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Γιατί είναι ο τόπος του Θεανθρώπου, το σημείο του σύμπαντος στό οποίο έγινε πραγματικότητα η προαιώνια βούληση του Θεού, η υποστατική δηλαδή ένωση του Θεού με τη δημιουργία Του.

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι και άλλοι κατοικημένοι πλανήτες υπάρχουν στό σύμπαν, η ζωή τους δεν είναι τίποτε σε σύγκριση με τη ζωή στη γή: Ο άνθρωπος, ο βασιλιάς της γής, είναι επίσης και βασιλιάς του σύμπαντος, γιατί δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Υιού του Ανθρώπου, του κατ’ εξοχήν ανθρώπου, του Ιησού Χριστού, στό πρόσωπο του οποίου βλέπουμε τον ίδιο το Θεό, αφού είναι ο Υιός και Λόγος Του. Καμιά άλλη ζωή, σ’ αυτόν ή σε άλλον πλανήτη, και αν ακόμη έχει την ίδια βιολογική αξία με τη δική μας, δεν πλησιάζει ούτε ελάχιστα την οντολογική και πνευματική αξία που έχει μόνο ένα ζωντανό δημιούργημα του σύμπαντος: ο άνθρωπος, ο δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού, στα πρότυπα δηλαδή του Ιησού Χριστού, του αναστάντος και ανελθόντος στους Ουρανούς και ευρισκομένου επί του θρόνου της Θεότητος.

Γι’ αυτό το λόγο η Γένεση, αφού μιλήσει μια φορά γιά τον ουρανό, δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες γιά το σύμπαν και περιγράφει μόνο τι συνέβη πάνω στη γή. Μόνο, δηλαδή, αυτό, που ένας παρατηρητής θά μπορούσε να δεί από την επιφάνεια της γής, ό,τι πιθανώς ο Μωϋσής είδε σε όραμα και περιέγραψε.

η΄ - Το νερό

Είναι φανερό από το δεύτερο εδάφιο της Γενέσεως (α΄ 2) ότι η γή ήταν σκεπασμένη από ένα παχύ στρώμα εξαερωμένου νερού, τόσο παχύ που να μήν επιτρέπει καμιά ακτίνα του ήλιου να το διαπεράσει, έτσι ώστε τέλειο σκοτάδι βασίλευε στην επιφάνεια της γής. Αυτό το νερό, που ήταν σε αέρια κατάσταση, εξαιτίας της ζέστης του φλοιού της γής, άρχισε, κρυώνοντας λίγο - λίγο, να μετατρέπεται σε υγρό και να σκεπάζει όλη τη γή σαν ένας απέραντος ωκεανός. Αυτός ο μετασχηματισμός από την αέρια στην υγρή κατάσταση επέφερε μια αραίωση των νεφών που σκέπαζαν τη γή, έτσι ώστε οι ακτίνες του ήλιου, διαχεόμενες, να μπορούν να διαπεράσουν και να φωτίσουν την επιφάνεια της γής. Αυτό ακριβώς διηγείται η Γένεση με τις λέξεις: “Και είπεν ο Θεός^ γεννηθήτω φώς^ και εγένετο φώς” (α΄ 3). Αργότερα το εξαερωμένο νερό ξεχώρισε καθαρά από το νερό του ωκεανού και ανάμεσα στα δύο δημιουργήματα ξεχώρισε καθαρά από το νερό του ωκεανού και ανάμεσα στα δύο δημιουργήθηκε ένα διάστημα, που η Γένεση ονομάζει “στερέωμα” (α΄ 6). Αυτό είναι ο αέρας ανάμεσα στην επιφάνεια της γής και τα σύννεφα. Πολύ αργότερα, την τέταρτη μέρα της δημιουργίας, το εξαερωμένο νερό των νεφών λιγόστεψε ακόμη περισσότερο, ώστε τα σύννεφα άρχισαν να σπάζουν κία να σκορπίζουν όπως τα βλέπουμε σήμερα και ο ουρανός καθάρισε και άνοιξε. Με το καθάρισμα αυτό του ουρανού ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα εμφανίσθηκαν ταυτόχρονα στην επιφάνεια της γής, και τώρα πιά όλα όσα βρίσκονταν σ’ αυτήν φωτίζονταν κατ’ ευθείαν από τις ακτίνες του ήλιου και όχι μόνον από τη διάχυσή τους.

Γιά να καταλάβουμε καλύτερα τι έγινε, ο Μέγας Βασίλειος μας δίνει μια ακριβή εικόνα: “Η δε γή ήν αόρατος και ακατασκεύαστος (Γεν. α΄ 2), λέγει. Αφού και τα δύο, ουρανός και γή, έγιναν ομότιμα, πώς ο μέν ουρανός αποπερατώθηκε, η δε γή είναι ακόμη ατελής κάι μισοφτιαγμένη; Ή γενικά, ποιο πράγμα της γής ήταν ακατασκεύαστο; Και γιά ποιά αιτία η γή ήταν αόρατη;... Επειδή τότε δεν υπήρχε ακόμη τίποτε από αυτά που επρόκειτο να φυτρώσουν ύστερα από λίγο με το πρόσταγμα του Θεού, εύστοχα η διήγηση ονομάζει τη γή ακατασκεύαστη... Αποκάλεσε δε τη γή αόρατη γιά δύο λόγους^ ή διότι δεν υπήρχε ακόμη ο άνθρωπος γιά να τη βλέπει ή γιατί ήταν κάτω από την επιφάνεια του ύδατος που την σκέπαζε και δεν ήταν δυνατό να τη βλέπει κανείς. Τα νερά δεν είχαν συγκεντρωθεί ακόμη στις συγκεντρώσεις τους, που έκανε ο Θεός αργότερα και τις ονόμασε θάλασσες. Τι σημαίνει λοιπόν αόρατος; Πρώτα, αυτό που εκ φύσεως δεν μπορούν να το δούν τα μάτια μας τα σωματικά. Έπειτα δε, αυτό που είναι μέν εκ φύσεως ορατό, αλλά δεν φαίνεται γιατί το σκεπάζει ένα άλλο σώμα, όπως το σίδερο που είναι στό βυθό. Μ’ αυτήν ακριβώς τη σημασία, νομίζω, λέγεται εδώ η γή αόρατη. Επειδή σκεπαζόταν από το νερό. Έπειτα, βέβαια, αφού δεν είχε γίνει ακόμη φώς επάνω στην επιφάνεια της γής, δεν είναι καθόλου παράξενο αυτή που είναι ακόμη στό σκοτάδι, επειδή ο αέρας που είναι επάνω της είναι ακόμη αφώτιστος, να ονομάζεται αόρατη από την Γραφή και γι’ αυτό...

... Επειδή, λοιπόν, δεν λέει γιά το νερό ότι το “εποίησεν ο Θεός”, λέγει όμως ότι η “γή ήν αόρατος”, σκέψου εσύ μόνος σου με ποιο παραπέτασμα ήταν σκεπασμένη και δεν φαινόταν. Ασφαλώς η φωτιά δεν ήταν δυνατόν να τη σκεπάζει^ γιατί το πύρ είναι φωτιστικό και διαφανές και επιτρέπει να φαίνονται όσα καλύπτει και δεν τα σκοτίζει. Ούτε βέβαια και ο αέρας ήταν τότε αδιαφανής, γιατί ο αέρας από τη φύση του είναι αραιός και διαφανής^ μέσα του κολυμπούν όλα τα είδη των ορατών και αυτός τα δείχνει στα μάτια αυτών που κοιτάζουν. Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι να καταλάβουμε ότι το νερό σκέπαζε την επιφάνεια της γής, γιατί το υγρό στοιχείο δεν είχε ακόμη περιορισθεί στη θέση που του δόθηκε γιά να παραμείνει. Γι’ αυτό και η γή δεν ήταν μόνο “αόρατος”, αλλά και “ακατασκεύαστος”. Γιατί, όταν το υγρό στοιχείο σκεπάζει τη γή την εμποδίζει να καρποφορεί. Η ίδια λοιπόν αιτία ήταν που έκανε τη γή και να μήν φαίνεται και να είναι ακατασκεύαστη”.

Συνεχίζει ο άγιος: “Αλλά τι σημαίνει και η φράση: “Και σκότος επάνω της αβύσσου”; (Γεν. α΄ 2) Να, πάλι, άλλες αφορμές γιά μύθους και άλλες αρχές δυσεβειών ανθρώπων που διαστρέφουν τα λόγια της Γραφής σύμφωνα με τις δικές τους φαντασίες. Γιατί, δεν εξηγούν το σκοτάδι σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδη αέρας που δεν φωτίζεται, ή κάποιον τόπο που σκιάζεται ή εν πάσει περιπτώσει τόπο στερημένον από το φώς γιά οποιαδήποτε αιτία, αλλά το εξηγούν σαν δύναμη κακή, ή μάλλον, σαν αυτό το ίδιο το κακό, που έχει την αρχή αφ’ εαυτού του, αντίθετο και εχθρικό πρός την αγαθότητα του Θεού... Άνθρωπε, γιατί φεύγεις μακρυά από την αλήθεια, επινοώντας πράγματα που θά σε οδηγήσουν στην απώλεια; Ο λόγος είναι απλός και κατανοητός σε όλους. Η γή ήταν αόρατη, λέγει. Ποιά η αιτία; Επειδή την σκέπαζε η άβυσσος. Και τι σημαίνει άβυσσος; Νερό πολύ, με αμέτρητο βάθος...

...Τρία πράγματα πρέπει να συνυπάρξουν γιά να γίνει σκιά: το φώς, ένα σώμα και ο αφώτιστος τόπος. Το σκοτάδι, λοιπόν, που σκέπαζε τον κόσμο οφείλονταν στη σκιά του νερού που αιρωούνταν στον ουρανό. Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό που λέγω με το εξής απλό παράδειγμα: Στήσε μέσα στό καταμεσήμερο μια σκηνή υφασμένη από στεγανό και πυκνό υλικό, και κλείσου μέσα στον αυτοσχέδιο σκοτεινό χώρο της. Τέτοιο να φανταστείς και το σκοτάδι εκείνο που σκέπαζε τον κόσμο... Τότε τα πάντα τα σκέπαζε το νερό. Γι’ αυτό, αναγκαστικά, σκοτάδι υπήρχε πάνω από την άβυσσο”.

Είναι φανερό από τα κείμενα που προηγήθηκαν ότι ο ουρανός ήταν ολοκληρωμένος από την πρώτη μέρα της δημιουργίας, ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα όλα. Αλλά δεν ήταν ορατά, ούτε μπορούσε το φώς τους να φτάσει στην επιφάνεια της γής, εξαιτίας του στρώματος του εξαερωμένου νερού που σκέπαζε τη γή. Αργότερα, όταν αραίωσαν οι ατμοί, μπόρεσε το διάχυτο φώς από τον ήλιο να φθάσει στην επιφάνεια της γής και να τη φωτίσει, όπως γίνεται τις συννεφιασμένες μέρες. Οι ατμοί αραίωναν όσο το νερό κρύωνε και περνούσε από την αέρια κατάσταση στην υγρή. Έτσι, η γή καλύφθηκε από έναν απέραντο ωκεανό που τη σκέπαζε όλη. Στον αέρα έμειναν μετέωρα τα πυκνά σύννεφα. Ανάμεσα στα σύννεφα και το νερό του ωκεανού υπήρχε το καθαρό διάστημα, που η Γραφή ονομάζει “στερέωμα”. Τελικά, πολύ αργότερα, την τέταρτη μέρα της δημιουργίας, τα σύννεφα διαλύθηκαν, έσπασαν και χώρισαν, όπως τα βλέπουμε σήμερα, επιτρέποντας να εμφανιστεί καθαρός ουρανός και μαζί ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί τα πράγματα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στην τρίτη του ομιλία στη Γένεση (P.G. 53, 33-34 ή ΑΑΠ 41, 128).

θ΄ - Πνεύμα Θεού

Ένα άλλο πολύ σημαντικό σημείο στό οποίο πρέπει να σταματήσουμε είναι η σημασία της φράσεως “και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος” (Γεν. α΄ 2). Αυτές οι λέξεις είναι πρωταρχικής σημασίας, κλειδί γιά την κατανόηση της αρχής της ζωής πάνω στη γή. Και πάλι, ο Μέγας Βασίλειος μας δείχνει το νόημά τους:

“Πνεύμα Θεού ονομάζεται το Πνεύμα το Άγιο^ γιατί, αυτή η ονομασία δίνεται από τη Γραφή ιδιαίτερα στό Άγιο Πνεύμα, και δεν ονομάζεται άλλο Πνεύμα Θεού παρά μόνο το Άγιο Πνεύμα, που συμπληρώνει την Αγία Τριάδα της Θεότητος. Πώς, λοιπόν, αυτό “επεφέρετο επάνω του ύδατος”; Θά σού πώ λόγο όχι δικό μου αλλά κάποιου Σύρου, που ήταν τόσο ξένος στην κοσμική σοφία, όσο ήταν κοντά στην επιστήμη της αλήθειας. Έλεγε αυτός, ότι η Συριακή γλώσσα είναι πιο σαφής και ότι πλησιάζει περισσότερο την έννοια των Γραφών, γιατί είναι συγγενής με την εβραϊκή. Τη λέξη “επεφέρετο”, λέγει, την χρησιμοποιούν αντί του “συνέθαλπε” και “ζωογονούσε” τη φύση των υδάτων, κατά την εικόνα της όρνιθας, που κλωσσά τα αυγά της και ζεσταίνοντάς τα τους μεταδίδει κάποια ζωτική δύναμη. Αυτή είναι περίπου η σημασία της φράσεως “το πνεύμα επεφέρετο”^ δηλαδή, ότι προετοίμαζε τη φύση του ύδατος γιά να βγάλει ζωή. Και είναι αυτό μια ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτούς που ρωτούν αν το Άγιο Πνεύμα πήρε ενεργό μέρος στη δημιουργία του κόσμου” (Εξαήμ. Β΄ 7, ΕΠΕ 4, 86).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι ακόμη πιο σαφής σ’ αυτό το σημείο. Λέγει: “Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος^ τι εννοεί μ’ αυτό; Μου φαίνεται ότι σημαίνει πώς μια ζωογόνα δύναμη βρίσκονταν στα νερά, που δεν ήταν απλώς αδρανή και αμετακίνητα, αλλά ενεργά και ζωογόνα. Γιατί, ό,τι είναι αδρανές είναι εντελώς άχρηστο, αλλά ό,τι είναι ενεργό και κινούμενο είναι χρήσιμο γιά πολλά πράγματα. Έτσι, γιά να μας διδάξει ότι αυτό το νερό, που ήταν ζωογόνα δύναμη, λέγει: “Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Και αυτό δεν λέχθηκε από την Αγία Γραφή χωρίς λόγο, αλλά, γιατί θά μας εξιστορήσει παρακάτω, πώς τα ζώα προήλθαν από τα νερά με την εντολή του Δημιουργού των όλων” (Ομιλία Γ΄ στη Γένεση, ΑΑΠ 41, 128-129).

Βλέπουμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήξεραν και δίδαξαν, ότι η ζωή στη γή άρχισε να αναπτύσσεται, από την πρώτη “μέρα” της Γενέσεως, μέσα στα σκοτεινά νερά που σκέπαζαν όλη τη γή και τα οποία το Άγιο Πνεύμα εθώπευε, ώστε να γίνουν η μήτρα της ζωής. Το ότι αυτό δεν ήταν μια στιγμιαία πράξη, αλλά κάτι που αναπτύχθηκε και προόδευσε μέσα στό χρόνο, δηλαδή μια συνεχής επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, είναι φανερό από το χρόνο διάρκειας της λέξεως “επεφέρετο”. Το Άγιο Πνεύμα επεφέρετο επάνω στα ύδατα συνεχώς και όχι μία μόνο φορά, όπως το πουλί, που συνεχώς κάθεται πάνω στα αυγά του, δίνοντας στα έμβρυα που είναι μέσα τους τη σιγανή και προοδευτική ανάπτυξη. Αυτό φανερώνει τη συνεχή επίδραση της ενέργειας του Θεού στην ανάπτυξη της δημιουργίας μέσα στό χρόνο. Ο Θεός ενεργεί σ’ όλες τις διαστάσεις της δημιουργίας και ο χρόνος είναι μια από τις διαστάσεις αυτές. Το Πνεύμα το Άγιο ενεργεί επάνω στον απέραντο και σκοτεινό ωκεανό και δημιουργεί τη ζωή μέσα σ’ αυτόν.

ι΄ - Ημέρα μία

“Και εγένετο εσπέρας και εγένετο πρωϊ, ημέρα μία” (Γεν. α΄ 5).

Γιά να καταλάβουμε σωστά τη Γένεση, πρέπει να σταθούμε σε μια άλλη πέτρα σκανδάλου: Τη σημασία της λέξεως “ημέρα”.

Γιατί την πρώτη μέρα της Δημιουργίας δεν την ονομάζει “πρώτη” αλλά την ονομάζει “μία”, “ημέρα μία”; Το κάνει, γιατί η πρώτη μέρα είναι τύπος και προεικόνιση της “μίας τ~ ων Σαββάτων” που είναι “Βασιλίς και Κυρία”, τύπος και προεικόνιση της ημέρας της Αναστάσεως, που είναι η αρχή της “όγδοης μέρας” της άφθαρτης, αιώνιας και ατελεύτητης. Ονομάζει, λοιπόν, την πρώτη μέρα “ημέρα μία”, γιατί είναι εικόνα της αιωνιότητας.

“Γιατί δεν είπε “πρώτη”, αλλά, “μία”; ρωτά ο Μέγας Βασίλειος. “Δεν θά ήταν συνεπέστερο, αυτός που πρόκειται να μιλήσει γιά “δεύτερη”, “τρίτη” και “τέταρτη” μέρα, να ονομάσει αυτή που προηγείται “πρώτη”; Εν τούτοις, την ονόμασε “μία”... Την κεφαλή του χρόνου την ονόμασε όχι “πρώτη”, αλλά “μία”, γιά να φαίνεται από το όνομά της η συγγένειά της με τον αιώνα τον ατελεύτητο... την ημέρα του Κυρίου τη μεγάλη και επιφανή... την ανέσπερη και αδιάδοχη και ατελεύτητη, που και ογδόη ο ψαλμωδός την ονόμασε, επειδή βρίσκεται έξω από τη γνωστή μας εβδοματική ανακύκλωση του χρόνου. 'Ωστε, είτε ημέρα πείς, είτε αιώνα, την ίδια έννοια λες” (Εξαήμ. Β΄ 9, ΕΠΕ 4, 96-98).

Αν, λοιπόν, η πρώτη μέρα είναι εικόνα της αιωνιότητας, βλέπουμε ότι η λέξη “ημέρα” στη Γένεση δεν έχει νόημα καθημερινό και συνηθισμένο, αλλά νόημα μυστικό.

Παρομοίως, νόημα μυστικό έχει, όπως θά δούμε, και η ημέρα η εβδόμη, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα Του (Μέρος Β΄, κεφ. ΚΓ΄). Αυτή η μυστική κατανόηση των “ημερών” της Γενέσεως δεν έχει, βέβαια, σχέση με το δικό μας μέτρημα του χρόνου ή με τον κύκλο του ημερονυκτίου και του εικοσιτετραώρου, που χρησιμοποιείται εδώ μόνο σαν εικόνα και τύπος άλλων βαθύτερων και μυστικών πραγμάτων. Τα νοήματα της Αγίας Γραφής δεν έχουν την ανθρώπινη ρηχότητα, αλλά σημαίνουν πράγματα που μόνο με το φώς των θείων μυστηρίων, των γεγονότων της Καινής Διαθήκης και μέσα στην πραγματικότητα της Χάριτος μπορεί ο άνθρωπος να αρχίσει να συλλαμβάνει. “Αι οδοί μου ουχ ώσπερ αι οδοί υμών, λέγει Κύριος”.

ια΄ - Εξαγαγέτω τα ύδατα

Βλέπουμε, λοιπόν, μια εκπληκτική διήγηση: Τη γή σκεπασμένη από αδιαπέραστο στό φώς εξαερωμένο νερό που ψύχεται σιγά - σιγά και υγροποιείται σχηματίζοντας έναν απέραντο σκοτεινό ωκεανό, που σκεπάζει τα πάντα. Σύν τω χρόνω, ένα “στερέωμα” διαχωρίζει το υγροποιημένο νερό του ωκεανού από το εξαερωμένο νερό των νεφών, και γίνεται φώς επάνω στον απέραντο ωκεανό, που σκεπάζει όλη τη γή, ένα φώς διάχυτο σαν κι αυτό της συννεφιασμένης ημέρας. Και ύστερα, λέγει ο Θεός να μαζευτεί το νερό σε συστήματα θαλασσών και να φανεί η ξηρά. Και πάνω στην ξηρά βλασταίνει η βοτάνη του χόρτου και μετά το σκληρό ξύλο των δένδρων, πρίν ακόμη φανεί ο ήλιος και τα άλλα ουράνια σώματα, γιατί το φώς που φωτίζε τα φυτά ήταν διάχυτο. Μόνον αργότερα, όταν τα σύννεφα αραίωσαν ακόμη περισσότερο, φάνηκαν στον ουρανό οι φωστήρες, που φέγγουν τα βήματά μας και μας κάνουν να ξεχωρίζουμε μέρα και νύχτα και σημεία και καιρούς και τις μέρες και τα χρόνια.

Ίσως, ο Μωϋσής περιγράφει αυτά που τον αξίωσε η Χάρη του Θεού να δεί κατά ένα μυστικό τρόπο καθώς γίνονταν, σαν σε κάποιο υπερφυές όραμα, τότε που είχε συναντήσει τον Κύριο Ιησού Χριστό στό όρος Σινά. Η Γένεση δεν δίνει λεπτομέρειες γιά τα διάφορα στάδια της ζωής μέσα στους ωκεανούς. Λέγει, μόνον, ότι το Πνεύμα του Θεού το Άγιο “επεφέρετο επάνω του ύδατος”, γιά να καταλάβουμε ότι ο “ζωής χορηγός” ζωογονούσε τη φύση των υδάτων, και γέμιζε τα νερά με “ερπετά ψυχών ζωσών” (Γεν. α΄ 20). Η Γένεση δεν είναι εγχειρίδιο Αστρονομίας ή Ζωολογίας. Τα έντομα δεν τα αναφέρει καθόλου, σαν να μήν υπήρξαν ποτέ. Ούτε μιλάει καθόλου γιά το τι έγινε στό εξώτερο σύμπαν. Αναφέρει, λακωνικά, μόνον τα ουσιώδη με λίγες λέξεις αποφασιστικής σημασίας.

Μόνον όταν η ζωή ανέβηκε από τη θάλασσα στην ξηρά, την πέμπτη μέρα, αρχίζει η Γραφή να γίνεται πιο λεπτομερής: “Και είπεν ο Θεός, εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και πετεινά πετόμενα επί της γής κατά το στερέωμα του ουρανού” (Γεν. α΄ 20). Η φράση “εξαγαγέτω τα ύδατα” σημαίνει καθαρά μια διαταγή που δόθηκε στα νερά από το Θεό, να βγάλουν έξω στη γή κάτι που ήδη το είχαν μέσα τους, δηλαδή τα ερπετά. Εξ - άγω σημαίνει “οδηγώ κάτι πρός τα έξω”. Τι έβγαλαν λοιπόν “τα ύδατα... επί της γής”; Τίποτε άλλο από αυτό που είχαν: Τα ψάρια. Με την εντολή του Θεού, ψάρια άρχισαν να βγαίνουν από τη θάλασσα στην ξηρά. Σιγά και παραπατώντας πάνω στα πτερύγιά τους και τις ουρές τους έβγαιναν μια έξω από το νερό και έμπαιναν ξανά πάλι μέσα.

Έτσι, τα ψάρια έδωσαν αμφίβια ερπετά την πέμπτη ημέρα της δημιουργίας. Αλλά δεν σταματούσε εκεί ο λόγος του Θεού. Έλεγε: “Εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και πετεινά πετόμενα επί της γής κατά το στερέωμα του ουρανού”. Τα ψάρια δεν έδωσαν μόνον ερπετά, έδωσαν και “πετεινά πετόμενα επί της γής”. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, τα πρώτα πετεινά, τα πρώτα πουλιά της πέμπτης μέρας είχαν άμεση σχέση με τα ερπετά που εξήγαγαν τα ύδατα. Ήταν, δηλαδή, ιπτάμενα ερπετά.

Ψάρια, ερπετά, πουλιά, τρία ζωικά είδη πολύ όμοια μεταξύ τους στα ανατομικά και ζωολογικά τους χαρακτηριστικά. Και τα τρία δεν έχουν την ικανότητα να κυοφορούν τους απογόνους τους μέσα στό ίδιο τους το σώμα. Γεννούν αυγά μέσα στα οποία αναπτύσσονται οι απόγονοί τους, έξω από το σώμα της μητέρας τους.

“Και εποίησεν ο Θεός τα κήτη τα μεγάλα” (Γεν. α΄ 21). Γιά ποιά κήτη μιλάει εδώ η Γένεση; Ασφαλώς όχι γι’ αυτά που εμείς ονομάζουμε κήτη. Οι φάλαινες είναι πολύ αναπτυγμένα ζώα, που έχουν την ικανότητα να κυοφορούν τους απογόνους τους μέσα στό ίδιο τους το σώμα. Είναι, επομένως, θηλαστικά, ζώα της έκτης ημέρας. Εδώ μιλάει η Γραφή γιά άλλα κήτη, γιά τα τεράστια ερπετά, που ονομάζονται δεινόσαυροι.

 

Τα ζώα που περπατούν επάνω στη γή την έκτη μέρα δεν τα παρουσιάζει πιά η Αγία Γραφή να έχουν σχέση με τη θάλασσα, αλλά με την ξηρά: “Και είπεν ο Θεός^ εξαγαγέτω η γή ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα και ερπετά και θηρία της γής κατά γένος” (Γεν. α΄ 24). “Εξαγαγέτω η γή”.

Τα ερπετά και τα πετεινά, που εμφανίστηκαν επάνω στην ξηρά την πέμπτη μέρα, έχουν προέλευση τη θάλασσα. Τα έδωσε η θάλασσα, βγήκαν μέσα απ’ αυτήν. Τα “τετράποδα” και τα “θηρία της γής” και τα “ερπετά” της έκτης μέρας έχουν πιά προέλευση την ξηρά, προήλθαν δηλαδή από ζώα που δεν ζούσαν πλέον μέσα στη θάλασσα, σαν αυτά της πέμπτης μέρας, αλλά επάνω στην ξηρά.

Τα ζώα της έκτης μέρας, τα “τετράποδα” της Αγίας Γραφής, είναι πολύ όμοια μεταξύ τους, αλλά πολύ διαφορετικά από τα ζώα της πέμπτης μέρας. Τα ζώα της πέμπτης μέρας μεγαλώνουν τα έμβρυά τους έξω από το σώμα τους. Τα ζώα της έκτης μέρας μεγαλώνουν τα έμβρυά τους μέσα στό σώμα τους. Η πέμπτη μέρα είναι η εποχή των ερπετών, η έκτη μέρα είναι η εποχή των θηλαστικών. Τα ερπετά, βέβαια, (και σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονταν όπως είδαμε τα πουλιά που ήταν ιπτάμενα ερπετά), συνέχισαν να υπάρχουν την έκτη μέρα και να αναπτύσσονται μαζί με τα θηλαστικά. Όμως, μαζί με τα παλιά ερπετά, που είχαν στα πλευρά τους τέσσερα πόδια και σέρνονταν μ’ αυτά, υπήρχαν την έκτη μέρα κάτι άλλα ερπετά που δεν είχαν πιά καθόλου πόδια και σέρνονταν χωρίς αυτά, τα φίδια.

“Και εποίησεν ο Θεός τα θηρία της γής κατά γένος, και τα κτήνη κατά γένος αυτών και πάντα τα ερπετά της γής κατά γένος αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι καλά” (Γεν. α΄ 25). “Θηρία”, “κτήνη”, “τετράποδα”, “ερπετά της γής”, τα ζώα της έκτης μέρας. Τετράποδα ονομάζει η Αγία Γραφή όλα τα θηλαστικά, θηρία ονομάζει τα σαρκοβόρα θηλαστικά και κτήνη τα φυτοφάγα. Ερπετά της γής ονομάζει τα ερπετά της ξηράς σε αντιδιαστολή πρός τα ερπετά της θαλάσσης, αυτά που ζούσαν στη θάλασσα και προήλθαν άμεσα από θαλάσσια ζώα, όπως ήταν τα ερπετά της πέμπτης μέρας.

ιβ΄ - Η συγγένεια των κτισμάτων.

Βλέπουμε ότι η Γένεση μας διδάσκει πώς ο Θεός έδωσε στη δημιουργία μια ανάπτυξη μέσα στό χρόνο, από το απλό στό πολύπλοκο, από το ατελές στό τελειότερο, από το κατώτερο στό ανώτερο. Δεν δημιουργήθηκε ο κόσμος σε μια στιγμή, αλλά σε έξι διαδοχικές περιόδους τελειοποίησης, φέρνοντας στην ύπαρξη τα τελειότερα πλάσματα την τελευταία μέρα. Η ζωή ανέβηκε σκαλοπάτια, από τα κατώτερα όντα στα ανώτερα. Αυτό είναι το δίδαγμα της εξαημέρου: Η ανάπτυξη και η συγγένεια των κτισμάτων.

Υπάρχει στενή σχέση και συγγένεια ανάμεσα στα δημιουργήματα. Τα δημιουργήματα δεν είναι ξένα το ένα πρός το άλλο, δεν είναι ξεκομμένα μεταξύ τους, αποτελούν κλαδιά του ίδιου δένδρου και βλαστήματα του ίδιου αρχικού σπόρου. Η δημιουργία δεν είναι ένα μωσαϊκό από ξένα μεταξύ τους κομμάτια που ο Δημιουργός ταίριαξε μεταξύ τους, αλλά ένα οργανικό όλο. Τα όντα δεν είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αλλά συνδέονται με κάτι που ενώνει τα κτίσματα με έναν αδιάρρηκτο δεσμό, έναν φυσικό σύνδεσμο. Αυτός ο παγκόσμιος φυσικός σύνδεσμος που ενώνει όλα τα όντα μεταξύ τους, χωρίς καμιά εξαίρεση, είναι ο δεσμός της φυσικής γέννησης. Το ότι το ένα δημιούργημα είναι γεννημένο από το άλλο. Είναι δύσκολο να τονίσουμε αυτό το γεγονός όσο πρέπει. Δεν υπάρχουν χάσματα στη συνεχή αλυσίδα των κτισμάτων, που γεννιούνται το ένα από το άλλο. Στό δένδρο της δημιουργίας δεν υπάρχουν κλαδιά ξεχωρισμένα και ασύνδετα μεταξύ τους, σαν να ήταν στον αέρα. Δεν υπάρχει διαίρεση στη ζωή. Κανένα φυτό ή ζώο δεν γεννιέται μόνο του. Δεν υπάρχει αυτόματη γέννηση. Ο Θεός δεν θέλει να ζούμε σαν αυτόνομα και εγωιστικά όντα. Δεν υπάρχουν χάσματα ανάμεσα στα άτομα και ανάμεσα στα είδη.

Ένα από τα βασικά λάθη στην κατανόηση της εξαημέρου είναι ότι η σταθερότητα των ειδών, που τονίζει η Γένεση, νομίσθηκε ότι καταργεί αυτόν τον παγκόσμιο δεσμό των όντων μεταξύ τους, και ότι το πρώτο άτομο του κάθε είδους είναι ξεκρέμαστο και ανεξάρτητο χωρίς καμιά σχέση με τα άλλα ζωντανά όντα. Όσοι υποστηρίζουν αυτή την πλάνη διδάσκουν στην πραγματικότητα την οντολογική διάσπαση της κτίσεως και ανατρέπουν τα θεμέλια της χριστιανικής πίστης.

Θεμελιακή χριστιανική διδασκαλία είναι ότι η κτίση ολόκληρη ανακεφαλαιώνεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Όχι μόνον ολόκληρη η ανθρωπότητα, όχι μόνον η ανθρώπινη φύση, αλλά το σύμπαν ολόκληρο, τα άστρα, τα φυτά, τα ζώα, ό,τι υπάρχει. “Και αυτή η κτίση συστενάζει και συνωδίνει αποκαραδοκούσα την απολύτρωση των τέκνων του Θεού”, λέγει ο Απόστολος Παύλος, απολύτρωση που πραγματοποιήθηκε στό πρόσωπο του Χριστού, του αναστάντος Χριστού. Αυτή η απολύτρωση αφορά στην κτίση ολόκληρη, ακριβώς γιατί η κτίση είναι ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η κτίση ολόκληρη έπεσε στη φθορά και στό θάνατο στό πρόσωπο ενός ανθρώπου, του πρώτου Αδάμ. Η ίδια κτίση ολόκληρη ανέστη στην αιώνια ζωή και στην αφθαρσία στό πρόσωπο του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού. Αυτή η πτώση ολόκληρης της κτίσεως στό πρόσωπο ενός ανθρώπου έγινε ακριβώς γιατί όλος ο αισθητός κόσμος είναι μια ενωμένη φύση. Είμαστε δημιουργημένοι από το χώμα των άστρων. Τα άστρα, η γή, τα βουνά, όπως και όλα τα ζωντανά δημιουργήματα βρίσκονται στη φθορά και στό θάνατο, επειδή ένα ελεύθερο και λογικό κτίσμα, ο άνθρωπος, τα έρριξε εκεί. Και γιά τον ίδιο λόγο βγήκαν όλα από την φθορά και τον θάνατο στη ζωή και την αφθαρσία επειδή ένας άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, τα έβγαλε από κεί, ενώνοντας στό πρόσωπό του το κτιστό και το άκτιστο και μεταγγίζοντας στό κτιστό την αθανασία την αφθαρσία, την αιωνιότητα και τη ζωή του ακτίστου.

Αυτή η ενότης της ανθρώπινης φύσεως με ολόκληρη την κτίση είναι ο λόγος τόσο γιά την φθορά όσο και γιά την σωτηρία, την αφθαρσία και την αιωνιότητα. Διότι στό πρόσωπο του Χριστού όλη η κτίση, και όχι μόνον η ανθρωπότητα, ενώθηκε με τον Κτίστη της.

Όλα τα ζωντανά όντα πρίν την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη γή, και αυτά τα άστρα του σύμπαντος, πέθαιναν εξαιτίας του ανθρώπου σε μια εποχή που άνθρωπος δεν υπήρχε. Τα μαλάκια και τα ψάρια πέθαιναν στους ωκεανούς, τις πρώτες μέρες της δημιουργίας, όχι μόνο πρίν εμφανιστεί ο άνθρωπος την έκτη μέρα, αλλά πολύ πρίν εμφανιστούν τα πρώτα ερπετά της ξηράς, την Πέμπτη μέρα. Γιατί πέθαιναν πρίν υπάρξει ο άνθρωπος αν δεν συνδέονταν οντολογικά μαζί του; Αν ο άνθρωπος δεν προέρχονταν από αυτά, γιατί τα ψάρια των ωκεανών και τα ερπετά και πετεινά της πέμπτης μέρας έτρωγαν το ένα το άλλο εξαιτίας της πτώσεως του ανθρώπου; Γιατί η φύση να υποφέρει από την αρχή, να συστενάζει και να συνωδίνει από την ελεύθερη πράξη του τελευταίου όντος που εμφανίστηκε πάνω στη γή, αν όλα τα όντα δεν ήταν συνδεδεμένα το ένα με το άλλο με έναν αδιάσπαστο φυσικό δεσμό; Και ποιος άλλος φυσικός δεσμός υπάρχει στην κτίση από τον γενεαλογικό, από το ότι είμαστε γεννημένοι ο ένας από τον άλλο;

Η επανάσταση του ανθρώπου κατά του Θεού δεν είχε συνέπειες μόνον από την εμφάνιση του ανθρώπου και μετά. Είχε τις ίδιες συνέπειες και γιά όσους και όσα έζησαν πρίν, πολύ πρίν. Και αυτό λόγω της οντολογικής ενότητας της κτίσεως, που δεν εξαρτάται από την φορά του χρόνου. Όχι, βέβαια, γιατί υπήρξε κάποια εκδίκηση εκ μέρους του Θεού. Η επανάσταση του ανθρώπινου θελήματος ενάντια στό Θείο θέλημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από τη συνταγή της ζωής, επέφερε στη κτίση τη φθορά και το θάνατο, γιά τον απλό λόγο ότι χώρισε τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής και της αθανασίας, που είναι ο Θεός. Ύψωσε ο άνθρωπος, όχι ο Θεός, τείχος που τον χώρισε από τον δημιουργό του. Και αυτός ο χωρισμός έφερε τη φθορά και το θάνατο, αφού ζωή και αφθαρσία είναι ο Θεός.

Η συνέπεια, λοιπόν, της παρακοής ήταν οντολογική και όχι δικανική. Κτύπησε την φύση των όντων, γιατί στέρησε από τη φύση τη ζωοποιό ενέργεια της Χάριτος. Και η φύση των ανθρώπων είναι κοινή σε όλους. Και δεν είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους μόνο, είναι κοινή σε όλα τα όντα, αφού εμείς οι άνθρωποι είμαστε στη φύση μας χώμα (Γεν. β΄ 7), όπως όλα τα όντα του σύμπαντος. "Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γής".

Στό πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η πνευματική φύση της Θεότητας με την υλική φύση της ανθρωπότητας. Και διά της ανθρωπότητας, στό πρόσωπο του Χριστού, η Θεότητα ήρθε σε επαφή με τη φύση, με την κτίση ολόκληρη, με τα ζώα, τα φυτά, τα άστρα, από τη μια μεριά, και με τους αγγέλους και τους ουράνιους νόες, από την άλλη. Αλλά, γιά τους ουράνιους νόες ξέρουμε ελάχιστα και οι διαστάσεις μέσα στις οποίες ζούν μας ξεπερνούν. Γι’ αυτό, είναι συνετό να σιωπούμε, αλλά και συγχρόνως να ξέρουμε ότι το μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου τους αφορά άμεσα.

Ο Θεός ανέλαβε την ανθρώπινη φύση και όχι την αγγελική, γιατί η ανθρώπινη φύση περιέχει μέσα της στοιχεία από ολόκληρη την κτίση, τη νοερή και την κτηνώδη. Η νοερή φύση των αγγέλων δεν συμμετέχει στην κτηνώδη φύση των ζώων, ενώ η φύση των ανθρώπων συμμετέχει το ίδιο και στη νοερή φύση των αγγέλων και στην κτηνώδη φύση των ζώων. Έτσι, ο άνθρωπος έχει στη φύση του στοιχεία ολόκληρης της κτίσεως και είναι η κατεξοχήν αντιπροσωπευτική της κτίσεως φύση.

Είμαστε, λοιπόν, η κτίση όλη ένα ενιαίο σύνολο, ένα οργανικό όλο, άνθρωποι, ζώα, φυτά, άψυχα, λογικά και άλογα όντα, και όλοι δεχόμαστε τους ζωτικούς χυμούς της θείας ενέργειας, που μας συντηρούν στό είναι και μας τρέφουν πνευματικά.

Η Χάρις και η δωρεά του Θεού διαπορθμεύονται σε όλα τα κτίσματα ανάλογα με την προαίρεσή τους. Και όπως η ενέργεια του ήλιου ή του νερού σε άλλα δένδρα γίνεται γλυκός καρπός και σε άλλα πικρή και θανατερή γεύση, έτσι και στα λογικά πλάσματα. Και όπως άλλα πλάσματα είναι μεγάλα δένδρα και κάνουν πολλούς και θρεπτικούς καρπούς ενώ άλλα είναι ταπεινά χόρτα, έτσι γίνεται και με όλα τα πλάσματα του Θεού. Όλα δέχονται τη χάρη και τη δωρεά και το καθένα την αποδίδει κατά την φύση και την προαίρεσή του.

ιγ΄ - Οι ποικιλίες των ειδών

Πώς, λοιπόν, αφού προερχόμαστε ο ένας από τον άλλο χωρίς διακοπή και χάσματα ανάμεσά μας και αφού τα είδη έχουν τη σταθερότητα που βλέπουμε και που τονίζει η Αγία Γραφή, πώς αναπτυχθήκαμε σε τόσες αναρίθμητες ποικιλίες τα ζώα και τα φυτά, πώς ο πρωταρχικός σπόρος του σύμπαντος έδωσε τόσα κλαδιά και τόσα κλαδάκια και έγινε αυτό το θαυμαστό και επιβλητικό δένδρο της ζωής που ξέρουμε και μέσα του ζούμε και τμήμα του υπάρχουμε;

Με τον ίδιο περίπου τρόπο που αναπτύσσεται ο κάθε σπόρος. Πολλούς από τους μηχανισμούς του μυστηρίου αυτού της ζωής τους βλέπουμε και τους ξέρουμε, άλλους δυσκολευόμαστε να τους καταλάβουμε και άλλους ξεφεύγουν τελείως από την κατανόησή μας. Η ζωή είναι το καθημερινό θαύμα μέσα στό οποίο ζούμε. Το βλέπουμε και δεν το βλέπουμε. Το ψηλαφούμε και κεί που νομίσαμε ότι το πιάσαμε γλιστράει ανάμεσα από τα δάχτυλά μας.

Πώς δημιουργούνται οι ποικιλίες των ειδών τη στιγμή που η σταθερότητα των ειδών είναι δεδομένη;

Η διασταύρωση είναι ένας μηχανισμός δημιουργίας ποικιλιών. Η μεταλλαγή των γόνων είναι ένας άλλος πολύ σπουδαίος μηχανισμός, άγνωστος στους πολλούς. Υπάρχουν κι άλλοι. Ο συνδιασμός όλων σε συνάρτηση με το χρόνο έδωσε τις ποικιλίες που ξέρουμε. Η δε πρόνοια του Θεού είναι ο μεγάλος ρυθμιστής και συντονιστής των γεγονότων. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ο Θεός δεν εργάζεται σαν γλύπτης. Έχει τους δικούς του τρόπους. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί, ότι επειδή ξέρουμε τον μηχανισμό με τον οποίο γεννηθήκαμε από την μητέρα μας, δεν δημιουργηθήκαμε στην πραγματικότητα από το Θεό;

Η δημιουργία του κάθε ανθρώπου, του καθενός από μας, δείχνει ανάγλυφα πώς δημιουργήθηκαν όλα τα πλάσματα. Στη μήτρα της μάνας μας είμαστε ένας μονοκύτταρος οργανισμός, σαν τους πρώτους οργανισμούς που κολύμπησαν μέσα στό σκοτεινό ωκεανό της πρώτης ημέρας. Αναπτυσσόμαστε σε έμβρυο, που έχει ακόμη τις εμβρυακές θήκες των βραγχίων, που σε μας είναι πιά άχρηστες. Το έμβρυο αναπτύσσεται και τελειοποιείται και γεννιέται σαν μωρό. Το μωρό γίνεται παιδί, ύστερα έφηβος και τέλος ενήλικας. “Ο πρωτόπλαστος άνθρωπος”, γράφει ο Μέγας Αθανάσιος, “φτιάχτηκε από τη γή, όπως όλοι οι άνθρωποι^ και το χέρι που δημιούργησε τότε τον Αδάμ, αυτό το ίδιο και πάλι, και τώρα και πάντα, δημιουργεί και κατασκευάζει αυτούς που γεννιούνται μετά απ’ αυτόν” (P.G. 25, 438-39). Και όπως γράφει ο Μέγας Βασίλειος, “δεν ελαττώνεται η έκπληξη γιά τα μεγάλα πράγματα, όταν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κάποιο παράδοξο” (Εξαήμ. α΄ 10). Πραγματικά! Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι τα άστρα δεν είναι απλώς μικρά φωτεινά στολίδια σ’ έναν περιστρεφόμενο θόλο, αλλά τεράστιοι ήλιοι μεγαλύτεροι από το δικό μας σ’ ένα αχανές διάστημα, ανάμεσα σε γαλαξίες, η έκπληξή μας και ο θαυμασμός γιά τον δημιουργό έγινε ασύγκριτα μεγαλύτερος, αφού η μεγαλοσύνη της δημιουργίας έγινε φανερή. Έτσι γίνεται πάντα, φθάνει να έχει κανείς καρδιά και νού ανοικτό και να μήν έχει χάσει την ικανότητα να καταπλήσσεται. Η δημιουργία παίρνει στα μάτια μας νέες διαστάσεις, όλο και μεγαλύτερες και όλο και κ

ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Εάν, χωρίς την πρόθεσή μας, θίγουμε μέσω των σελίδων μας πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε για την ενημέρωσή μας. Αν κάποιος δεν επιθυμεί να υπάρχει σύνδεσμος προς την ιστοσελίδα του, να επικοινωνήσει, για να διαγραφεί.