Ο ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ
Μιλούσαμε για όμορφα πράγματα κi' είχαν αγάπη

όλες οι φωνές. "Όχι, δεν ήταν το κρασί -

θα μπορούσα να πω πώς ήμασταν από πριν

μεθυσμένοι. Ακόμα κ' έναν άγνωστο -  πού κρυφάκουγε

 είχε αρχίσει να τον τυλίγει ή ζεστασιά μας.
 

"Αν τον κερδίσουμε κι αυτόν - συλλογίστηκα

πρέπει αμέσως ν' αρχίσει ή λειτουργία. Λίγο ακόμα

και ή αρμονία θα γέμιζε τη ζωή μας.

 Έβλεπα τα μάτια τους έτοιμα να δεχτούνε

 την αποκάλυψη,


Όταν
 

ακούστηκε στο δρόμο ό πρώτος πυροβολισμός
πού μας τίναξε όλους
μέσα στο σπασμένο καθρέφτη.
 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΛΟΓΙΜΟΣ
Γράφτηκαν ιστορίες καί μύθοι
είπαν αλήθειες; και καημούς
και γονατίσανε τα πλήθη
μπροστά σε μνήμη από χαμούς.

Περιγραφή πολιορκίας     
ονόματα και αριθμοί               
ή μνήμη αυτής της ιστορίας  
ένα τραγούδι πού θρηνεί.

Πέρασαν μες  στην Ιστορία
χωρίς να τόχουνε σκοπό
και ζήσανε την αγωνία
το αίμα και τον πανικό.

Λένε νεκρούς και τραυματίες
τους φίλους τους πιό καρδιακούς
άγραφτες χίλιες Ιστορίες        
και σημαδεύουν τους καιρούς.
 

ΤΟ  ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ
 

Στο προσκλητήριο ήτανε χιλιάδες

πλάι στους απόντες έμπαινε σταυρός

 μετρήθηκαν για σιγουριά οί μανάδες

κανείς δεν είπε τονομα «νεκρός».
 

Ό Νίκος κι ο Βαγγέλης κι δ Σταμάτης

κι εκείνος πού τους μίλαγε βραχνά

κι ή κοπελιά πού βρήκαν τόνομα της

σβησμένο στης σχολές τα πρακτικά,
 

Στο προσκλητήριο ήτανε παρόντες

ένας καημός, μια μνήμη κι οί αριθμοί

ζούνε ανάμεσα τους κι οί απόντες,

για πάντα θα θυμούνται οί ζωντανοί.

 

 

 

 

 

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ

Ήταν του «αύριο» ή γενιά
 δεκαοχτώ, δεκαεννιά
ήταν χιλιάδες τα παιδιά
και τρία τα μερόνυχτα.

Την πρώτη μέρα τραγουδούν
την πρώτη νύχτα μας καλούν .
την πρώτη μέρα ή λευτεριά -
γραμμένη λέξη με μπογιά.


Τη δεύτερη  τη μέρα τους
 τη μάνα, τον πατέρα τους
καμώνονται πώς τους ξεχνούν
κι όλη τη μέρα τραγουδούν.

Την τρίτη τή φαρμακερή
φωνή λαλή  άπ' τό πρωί
το όνειρο να μη χαθεί
κι ή ιστορία να γραφτεί.

Ήταν του σήμερα ή γενιά
παιδία με ανοιχτή καρδιά
τα σημάδεψαν στά τυφλά
και σκότωσαν τη λευτεριά.
 

ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΑΟΠΛΟΙ ΥΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ

 ΤΑ ΤΑΝΚΣ ΜΕ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑΤΑ


«Χειροκροτήστε δεν θα μας χτυπήσουν φίλοι!»

 Κόντρα στα πρόσωπα οί μπούκες σιωπηλές,

 Χειροκροτήστε, είμαστε άοπλοι και χίλιοι,

Κόντρα σε κείνη τη φωνή κάννες στητές.
 

Χειροκροτήστε! θαχουμε τραγούδια όπλα!

Πρόχειρα μετρήθηκαν κι ήτανε πολλοί.

Το χειροκρότημα έμοιαζε με χίλια όπλα,

Πρόχειρα μετρήθηκαν κι έμειναν μισοί.


Χειροκροτήστε! Περνάει μπροστά τούτη ή γενιά

παιδιά στητά, παιδιά μισά, παιδιά νεκρά.

 Φίλοι ακουστέ! Μη χειροκροτάτε πια,

μαζί με τα νεκρά παιδιά, πεθαίνει ή λευτεριά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΑΡΜΟΣΥΝΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

 

«Αυτή τη στιγμή. Έλληνες, αυτή τη στιγμή,

στην πόρτα μας σταμάτησε ένα τανκ!

Ο λοχαγός σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτησε!

Αυτή τη στιγμή, Έλληνες, αυτή τη στιγμή,

Ο στρατός είναι δικός μας»

δε θα μας χτυπήσουν!

Αυτή τη στιγμή σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτησε

ένας λοχαγός. Δε θα μας χτυπήσουν!

Μόνο το σίδερο είναι δικό τους,

οι καρδιές είναι δικές μας. Δε θα μας χτυπήσουν.

Αυτή τη στιγμή,

αδελφώνονται στους δρόμους

πολίτες και φαντάροι,

Δε θα μας χτυπήσουν!»

 

...ένα άλλο χέρι σηκώθηκε

και διέταξε «πυρ!»...

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

Σταματήσανε τα μαθήματα
να κάνουνε ανώτατες σπουόές στυυς δρόμους.
Οι αρχιτέκτονες χτίζουν οδοφράγματα
οι γιατροί μαθαίνουν τον πόνο
οι νομικοί κάνουν πρακτική εξάσκηση στο δίκιο
οι μαθηματικοί μετρούν τις δυνάμεις
οι μηχανικοί κατασκευάζουν χιλίόκυκλους
οι φυσικοί ελέγχουν τη σύνθεση του αίματος
οι ζωγράφοι,                                                                 
με το καβαλέτο τους στημένο μηρός στα τανκς
ζωγραφίζουν το θάνατο.
 

ΣΤΟ ΔΙΟΜΗΔΗ ΚΟΜΝΗΝΟ

βεβαίως,
είχε βεβαρυμένον παρελθόν ο Διομήδης,
Πέντε χρονών στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών ξυπόλητος,
με μια φέτα ψωμί- στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δεκαεπτά
μ' ένα πλακάτ στο χέρι:
Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία '

 

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
 
Το παλικάρι προχωρεί
έχει το φως στα μάτια
σπίτι και μάνα του τη γή
κι έγινε δυο κομμάτια.
 
Ο δρόμος γέμισε φωτιά
κι έχει σκιά στα μάτια
μείνανε οι φίλοι του μακριά
και τόνειρο κομμάτια.
 
Έχασε νύχτα τη ζωή
κι έγινε ήλιος κι άστρο
ήταν τη μέρα μια πηγή
κι ένα φεγγάρι άσπρο.
 
Τον είδε ο χάρος ξαφνικά
γελούσε, τραγουδούσε
πρώτα του πήρε τη μιλιά
στο στόμα τον φιλούσε.
 
Ντύθηκε μοιρολόγια η γη
κι ένα λουλούδι κλάμα
και τον θρηνούσε σαν παιδί
και σαν χαμένο θάμα.

 
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
 
Η ανακοίνωση μιλούσε καθαρά,
όλοι θα γύριζαν στα ίδια τα θρανία,
είχανε σβήσει από τους τοίχους τη μπογιά
και σ' ένα πίνακα πηγμένη κιμωλία.
 
Η ανακοίνωση μιλάει για τελετές,
για εξετάσεις και για κάποια αρχαιρεσία
κάτω στ πάτωμα έχει μείνει ένας λεκές,
και χάσκουν τρύπες μαυρισμένες στη γωνία.
 
Πίσω καθόταν ο ψηλός ο Παντελής
εδώ χωνότανε συνήθως η Ελένη,
λένε πως θάρθει κι ο Στρατής κι ο Αγγελής
να ρχίσει μάθημα λοιπόν τι περιμένει;
 
Καινούριος ο καθηγητής και τα γυαλιά,
ούτε στιγμή δεν κρύψανε τα δάκρυά του,
έβηξε κι είπε «καλημέρα σας παιδιά»
κι η τάξη γέμισε το θρήνο του θανάτου.
 

 

 

 

17 ΝΟΕΜΒΡΗ
 
Της νιότης είχαν τη χαρά, στα χέρια ένα λουλούδι.
Έπεσαν για τη λευτεριά, και γίνανε τραγούδι.
Μες στο σχολείο κλείστηκαν με θάρρος και ελπίδα
και τη ζωή τους έδωσαν για λεύτερη πατρίδα.

Η μόρφωση κι η λευτεριά μαζί τους ζωντανεύει
και πάντα τους θυμόμαστε στις 17 Νοέμβρη.

Παιδιά ήταν όλα του σχολειού, κρατούσανε βιβλία,
μ' αίμα στον τοίχο γράψανε, τη λέξη «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Τα τανκς δεν τους τρομάξανε, ούτε και τα κανόνια
κι αν χάθηκαν θα μείνουνε στη σκέψη μας αιώνια.
 
 

 

 

 

 

 

 

ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

 

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ

Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ

βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,

βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,

σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!

Τα νιάτα που έστησαν εδώ

του Αγώνα τραγικόν χορό

και τραγουδούν τη λευτεριά

σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.

Της βίας ο δούλος ο μωρός,

δουλέμπορος φονιάς μιαρός,

σκοτώνει λαέ τα τέκνα σου

τ' αγόρια τα κορίτσια σου.

 

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ

τα νιάτα σέρνουνε χορό.

Της Επιστήμης τα παιδιά

και τραγουδούν τη Λευτεριά.

Εδώ της νιότης ο άξιος νους,

που χτίζει ΄θέατρα, ναούς,

σχεδιάζει ιδέες και μηχανές

και δένει το αύριο με το χτες.

 

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ

μέσα στης τέχνης το ιερό

σκοτώνει η βία τα παιδιά

που τραγουδούν τη Λευτεριά.

 

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

 

Επτά χρονιές περπάτησε

να φτάσει ο  Τίμιος Σταυρός

στον άξιο το Νοέμβρη.

Να πει στα νιάτα να βιαστούν

να σταυρωθούν,

ν' αναστηθούν

«Εδώ Πολυτεχνείο!»

 

Κι ως στήθηκε στην κορυφή

όλη η Ελλάδα ανάλαμψε.

Μα ο ίδιος θρυμματίστηκε

σ' αστέρινους μύριους Σταυρούς.

Πα' στον καθένα στήνανε

μια νιότη και μια μάνα.

Κι έτσι αρχινά η καμπάνα

της λευτεριάς λαέ:

«Εδώ Πολυτεχνείο!»

 

Και τώρα που ξαστέρωσε,

τη νύχτα αν πας κατά τις τρεις

έξω απ' το νέο Αρκάδι,

των πεθαμένων τη χαρά

τόσα την ψέλνουνε πουλιά

όσα οι αρχάγγελοι που λέγαν:

«Εδώ Πολυτεχνείο!»

 

ΜΗΝΥΜΑ

 

Πάντα να πολεμάς και ν' αντιστέκεσαι,

κι ας μένεις μόνος.

Μονάχος έρημος γαλήνιος,

να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου.

 

Και στους πολλούς, στους λίγους, ν' αντιστέκεσαι

κρατώντας την ψυχή σου φλεγόμενη βάτο,

για φως, πάντα για φως, για το καλό του Ανθρώπου.

 

Στους δυνατούς ενάντια, στους σκληρόκαρδους,

και στους δειλούς, στους χωματένιους.

Ενάντια και του αφέντη του ανελεύτερου

και του τρεμόκαρδου του δούλου ενάντια.

Και να πονάς, και να γελάς, και να ονειρεύεσαι,

πάντα για το αγαθό και το καλό του Ανθρώπου.

 

Να πολεμάς με το γνωστό και το άγνωστο,

με την κακή και την καλή τη μοίρα.

Και με τους άπονους θεούς

και τους απάνθρωπους ανθρώπους,

πάντα να πολεμάς και ν' αντιστέκεσαι.

Κι όλο για το καλό - το φως του ανθρώπου.

 

 

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΝΕΚΡΟΥ

Ο πιο μικρός, ο πιο λιανός

της μάνας ο στερνός ο γιος

πήγε και βρήκε τα παιδιά

του άνοιξαν την αγκαλιά.

 

Ο πιο μικρός ο Κωσταντής

ώρες μετρούσε, μέρες τρεις

και τραγουδούσε δυνατά

με τα μεγάλα τα παιδιά.

 

Ο πιο μικρός, λιγνός, ξανθός

άξαφνα βρέθηκε εμπρός

πέρασε η σφαίρα την καρδιά

κι άδειασε η γη σαν αγκαλιά.

 

Ο πιο μικρός ο Κωσταντής

μπήκε μες τη σχολή νωρίς

με τα μεγάλα τα παιδιά

και με μια σφαίρα στην καρδιά.

 

ΦΩΝΕΣ

Ακούω φωνές, πολλές φωνές

να βγαίνουν μ' ένα στόμα

δε στέκει ελεύθερη ψυχή

σε σκλαβωμένου σώμα.

 

Ακούω φωνές, πολλές φωνές

να 'ρχονται από πέρα.

τι να 'ναι άραγε; Καλό

ή θα 'ρθει άγια μέρα;

 

Ακούω φωνές, πολλές φωνές

τραγούδια πεθαμένων,

μανάδων κλάματα, λυγμοί,

παιάνες δοξασμένων.

 

Με τις δικές σας τις φωνές

σμίγουμε τις δικές μας.

Στη μνήμη μας το γέλιο σας

και σεις μες στις καρδιές μα

 

 

ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΑΟΠΛΟΙ ΥΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ

ΤΑ ΤΑΝΚ ΜΕ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑΤΑ

 

«Χειροκροτήστε. Δε θα μας χτυπήσουν φίλοι.»

Κόντρα στα πρόσωπα οι μπούκες σιωπηλές.

Χειροκροτήστε, είμαστε άοπλοι και χίλιοι.

Κόντρα σε κείνη τη φωνή κάνες στητές.

 

Χειροκροτήστε! Θάχουμε τραγούδια όπλα!

Πρόχειρα μετρήθηκαν κι ήτανε πολλοί.

Το χειροκρότημα έμοιαζε με χίλια όπλα,

πρόχειρα μετρήθηκαν κι έμειναν μισοί.

 

Χειροκροτήστε! Περνάει μπροστά τούτη η γενιά

παιδιά στητά, παιδιά μισά, παιδιά νεκρά.

Φίλοι ακούστε! Μη χειροκροτάτε πια,

μαζί με τα νεκρά παιδιά, πεθαίνει η λευτεριά.

 

 

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι

για την Ειρήνη και για το Δίκαιο.

Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις,

τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες

μα ούτε βήμα πίσω.

 

ΔΕ ΦΤΑΝΟΥΝΕ ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ

 

Όμως δε φτάνουν οι σφαίρες

για να σκοτώσουν τους ανθρώπους

Ο Διομήδης Κομνηνός ζει.

Οι ήρωες δεν πεθαίνουν.

Γίνονται λουλούδια φυτρωμένα

σε λεύτερη γη.

Δε χρειάζονται δάκρυα

αλλά μόνο αγώνες

για να στήσουμε τρόπαιο

λευτεριάς στους αιών

 

 Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΕΦΗΒΩΝ

 

Δε θα ντροπιάσω τα ιερά τα όπλα ούτε θ' αφήσω

μέσα στη μάχη μοναχό το συμπολεμιστή μου

μ' όποιον βρεθώ· και μόνος και με πολλούς αντάμα

για τ' άγια και τα ιερά θα πολεμώ γενναία.

 

Και την πατρίδα πιο ισχυρή, πιο ωραία και πιο μεγάλη

απ' ότι παίρνω σήμερα θα τηνε παραδώσω.

Και θα υπακούω στους άρχοντες, θα πειθαρχώ στους νόμους

σ' αυτούς κι όσους ομόφωνα ο λαός θε να ψηφίσει.

Ας είναι μάρτυρες γι' αυτά η γλαυρος κι ο Δίας,

Ο Ενυάλιος κι η Θαλλώ, η Αυξώ κι η Ηγεμόνη.

..............................................................................

γλαυρος : Μια από τις τρεις κόρες του Κέκροπα.

Ενυάλιος : Θεός του  Πολέμου, ο ρης.

Θαλλώ: μια από τις τρεις Ώρες, σύμβολο της ανοιξιάτικης βλάστησης.

Αυξώ : ή Αυξησία Θεά της ευφορίας που λατρευόταν στην Επίδαυρο

Ηγεμόνη: η Αρτεμις ως ψυχοπομπός των ψυχών στον δη.

 

 

 

 


ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

 

Κι αν περάσαν τα χρόνια

κι αν πέρασαν οι μήνες,

ζωηρές στη σκέψη

μας μένουν κάτι μνήμες

 

«Εδώ Πολυτεχνείο»

«Έλληνες μπρος στην πάλη,

ελεύθερη η Ελλάδα

να ξαναγίνει πάλι.»

 

Να αναπνεύσουμε όλοι

ελεύθερο αέρα,

να μην τα σκιάζει όλα

η βία κι η φοβέρα

 

Κι αν κινήσαν τα τανκ

να σβήσουν τη φωνή τους

και αν τα πολυβόλα

χτυπήσαν την ορμή τους,

 

μέσα απ' των ηρώων

αυτών το άγιο αίμα,

βγήκε η Λευτεριά μας

σαν το εικοσιένα.

 

 

 

 

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΕΣ ΜΑΝΕΣ

 

Υπάρχουν κάποιες μάνες

που ήρωες γεννήσαν.

Υπάρχουν κάποιες μάνες

που δεν εγονατίσαν

 

και όταν τα παιδιά τους

εχάσαν κάποιο βράδυ,

μέσα στης τυραννίας

το μισητό σκοτάδι.

 

Σ' αυτές όλες ανήκει

τιμή κι ευγνωμοσύνη

και πάντα τ' όνομά τους

στη μνήμη μας ας μείνει.

 

Αν κείνες δεν γεννούσαν

ηρωικά βλαστάρια,

δε θα 'χε η Ελλάδα

γενναία παλληκάρια.

 

Ούτε Πολυτεχνείο

κι ένδοξη ιστορία,

ούτε θυσίες τόσες

για την Ελευθερία.

 

 

 

 

 
 

 

ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΑΓΩΝΙΣΟΥ

 

Για τη μεγάλη μας γιορτή που ήρθες να τιμήσεις

εις το βωμό της λευτεριάς και σύ να προσκυνήσεις

 

Για λευτεριά ν' αγωνιστείς, για μας ποτέ μην κλάψεις.

Ύμνους μονάχα λευτεριάς, αν θες κι εσύ να γράψεις.

 

Δίκιο ψωμί και λευτεριά, φώναζε όπου να 'σαι

έτσι τιμάς τους ήρωες και πάντα τους θυμάσαι.

 

Προδότης μόνο μη γενείς, δειλός αν είσαι κρύψου

κι αν δεν γεννήθηκες ραγιάς, μαζί μας αγωνίσου.

 

Η δόξα των προγόνων μας αιώνια θα μένει

Με πολυβόλα και με τανκς το πνεύμα δεν πεθαίνει.

 

 

 


 

 

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ 

 

(Ο. Ελύτης - Μ. Θεοδωράκης)

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

και μυρσίνη εσυ δοξαστική

μη παρακαλώ σας μη

λησμονάτε τη χώρα μου!

 

Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά

στα ηφαίστεια κλήματα σειρά

και τα σπίτια πιο λευκά 

στου γλαυκού το γειτόνεμα!

 

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό

τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό

τους παλιούς μου φίλους καλώ 

με φοβέρες και μ' αίματα!

 

 

ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ 

 

 (Μ. Θεοδωράκης - Ο. Ελύτης)

Ένα το χελιδόνι κι η 'νοιξη ακριβή

Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή

Θέλει νεκροί χιλιάδες νά 'ναι στους τροχούς

θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.

 

Θε μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά

Θε μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες τη θάλασσα

 

Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού

Το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου.

Σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό

Μύρισε το σκοτάδι κι όλη η βυσσο.

 

Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές κι εσύ

Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση

 

 

        Τραγούδια

 

 

ΑΡΝΙΕΜΑΙ

 

Αρνιέμαι - αρνιέμαι - αρνιέμαι

να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό

Αρνιέμαι να 'χω σκέψη που σωπαίνει

και περιμένει μάταια τον καιρό

 

Αρνιέμαι - αρνιέμαι - αρνιέμαι

να είσαι συ και να μην είμαι 'γω

που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις

με τη δική μου γη και το νερό

 

Αρνιέμαι - αρνιέμαι - αρνιέμαι

οι άλλοι να κρατάνε τα σκοινιά

αρνιέμαι να με κάνουν ότι θένε

αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά.

 

Αρνιέμαι - αρνιέμαι - αρνιέμαι

Αρνιέμαι - αρνιέμαι - αρνιέμαι

 

 

ΠΟΤΕ ΘΑ ΚΑΜΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙΑ

 

Πότε θα κα - ε πότε θα κάμει ξαστεριά

ε! πότε θα Φλεβαρίσει, πότε θα Φλεβαρίσει

να πάρω το  - να πάρω το ντουφέκι μου.

 

Να πάρω το -ε να πάρω το ντουφέκι μου

ε! την όμορφη Πατρόνα - την όμορφη Πατρόνα

να κατεβώ - να κατεβώ στον Ομαλό

 

Να κατεβώ ε- να κατεβώ στον Ομαλό

ε! στη στράτα των Μουσούρων στη στράτα των Μουσουρων

να  κάμω μα - να κάμω μάνες δίχως γιους

 

Να  κάμω μα ε- να κάμω μάνες δίχως γιους

ε! γυναίκες δίχως άντρες - γυναίκες δίχως άντρες

να κάμω και - να κάμω και μωρά παιδιά

 

Να κάμω και - ε να κάμω και μωρά παιδιά

ε! να κλαιν δίχως μανάδες -  να κλαιν δίχως μανάδες

ποτέ θα κα - ποτέ θα κάμει ξαστεριά!

 

 

ΓΗ ΤΗΣ ΛΕΜΟΝΙΑΣ

 

Γη της λεμονιάς της ελιάς

γη της αγκαλιάς της χαράς

γη του πεύκου του κυπαρισσιού

των παλληκαριών και της αγα΄πης

χρυσοπράσινο φύλλο  ριγμένο στο πέλαγο.

 

Γη του ξεραμένου λειβαδιού

γη της πικραμένης Παναγιάς

γη του λίβα τ' άδικου χαμού

τ' άγριου καιρού, των ηφαιστείων

χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.

 

Γη των κοριτσιών που γελούν

γη των αγοριών που μεθούν

γη του μύρου του χαιρετισμού

Κύπρος της αγάπης και του ονείρου

χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.

 

 

ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ

 

Λίγο ακόμα θα ιδούμε

τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν

λίγο ακόμα θα ιδούμε

τα μάρμαρα να λάμπουν - να λάμπουν στον ήλιο

τη θάλασσα να κυματίζει

 

Λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα

λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα

Λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα

λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα

 

Λίγο ακόμα θα ιδούμε

τα μάρμαρα να λάμπουν - να λάμπουν στον ήλιο

τη θάλασσα να κυματίζει

 

Λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα

λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα

Λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα

λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα